συνεκκαλέομαι
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
Med., call out together or excite together, τινὰς πρός τι Plb.18.19.11, cf. 11.1a.2; τὴν ὄρεξιν Plu.2.917c; τὴν ὁρμήν Thphr. Sud.16.
French (Bailly abrégé)
συνεκκαλοῦμαι;
exciter ou provoquer en même temps, acc..
Étymologie: σύν, ἐκκαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκᾰλέομαι: μέσ., καλῶ τινα παρορμῶν αὐτόν, συνεκκαλουμένων τοὺς Ἰταλικοὺς πρὸς τὴν χρείαν Πολύβ. 18. 2, 11· συνεκκαλεῖται τὴν ὄρεξιν Πλούτ. 2. 917C.
Russian (Dvoretsky)
συνεκκᾰλέομαι: одновременно вызывать, возбуждать (τινα πρός τι Polyb.; τὴν ὄρεξιν Plut.).