ἀποστιλβόω
English (LSJ)
make to shine, κύπελλον AP7.339.
Spanish (DGE)
hacer brillar κύπελλον AP 7.339.
German (Pape)
[Seite 327] erglänzen lassen, κύπελλον Ep. ad. · 79 (VII, 339).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre brillant.
Étymologie: ἀπό, στιλβόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστιλβόω: делать блестящим, т. е. наполнять искристым вином (τὸ κύπελλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστιλβόω: κάμνω τι στιλπόν, Ἀνθ. Π. 7. 339, Ρήτορες (Walz) 1. 640.
Greek Monotonic
ἀποστιλβόω: κάνω κάτι στιλπνό, κάνω κάτι να λάμπει, να γυαλίζει, σε Ανθ.
Middle Liddell
to make to shine, Anth.