ἀσπαλιευτική
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Russian (Dvoretsky)
ἀσπᾰλιευτική: ἡ (sc. τέχνη) рыболовство lat.
English (Woodhouse)
(see also: ἀσπαλιευτικός) angling