προσκοινόω
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
German (Pape)
[Seite 770] Einem Etwas mittheilen, um ihn zu Rathe zu ziehen, τινί τι, auch προσκοινόομαι, Sp., wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσκοινόω: παρέχω μερίδιον ἔκ τινος, τινός τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 6.