κατάστοργος

Revision as of 12:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

κατάστοργον, of love, γόμφοι Emp.87.

Greek (Liddell-Scott)

κατάστοργος: -ον, (στοργή) = φίλιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάστοργος -ον [κατά, στοργή] liefdes-.