φίλιος
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, also ος, ον E.Hel.629 (lyr.), Arist.Fr.675.13 (lyr.): (φίλος):
I Act., friendly, ὕμνος, ἔπη, Pi.P.1.60, 4.29; λόγοι, γνῶμαι, Hdt.7.163, 9.4; φρήν, ὄμματα, A.Ag.1491 (anap.), Ch.810 (lyr.); χείρ S.OC201 (lyr.), E. l. c. (lyr.); c. dat., friendly to... φ. βροτοῖς φέγγος E.Tr.849 (lyr.): esp. opp. πολέμιος, friendly, [ἡγεῖσθαι] τοὺς αὐτοὺς πολεμίους καὶ φ. IG12.116.13; φ. πόλις, etc., Th.5.44, etc.; Ῥίον φ. τοῖς Ἀθηναίοις Id.2.86; φ. τοῖς συμμάχοις X.Cyr.6.1.19; οὐδεμίαν πόλιν Ἄργεος φιλιωτέρην Hdt.7.151; φ. τριήρης a friendly ship, i.e. one belonging to a friendly power, Th.4.120; (for 8.102, v. ἐπίπλοος); πρεσβεῖαι φ. καὶ πολέμιαι to friends and foes, X.Lac.13.10; πολλῶν.. φιλίων καὶ πολεμίων ναυαγίων wrecks of many ships both of friends and enemies, Lys.2.38: ἡ φιλία (sc. γῆ, χώρα) friendly country, opp. ἡ πολεμία, X.Cyr.1.6.9, An.5.5.3, D.18.301; τὰ φίλια, ἀναχωρίζειν τὰ φ. property of friends, X.Eq.Mag.7.6; τισὶ φ. ἦν πρός τινας friendship, Hdt.3.49 (v.l. φίλα); for φίλια τέμνειν τινί, v. τέμνω II.2: Comp. φιλιώτερος Id.7.151.
2 Ζεὺς φίλιος, Ζεύς as god of friendship (his temple at Megalopolis, Paus.8.3.14), Diod.Com.2.5,20; πρὸς Διὸς φιλίου Pl.Phdr.234e; μαρτύρομαι τὸν φίλιον.. Δία Men.54: in familiar language without Ζεύς, ναὶ τὸν φίλιον Ar.Ach.730; νὴτὸν φ. Pherecr.96 (lyr.); πρὸς φιλίου Pl.Grg. 500b, 519e, Euthphr.6b; μὰ τὸν φ. τὸν ἐμόν τε καὶ σόν Id.Alc.1.109d; τὸν σὸν λιποῦσα φ. E.Andr.603:—of other divinities, φ. δαίμονες Luc. Tox.7; οἱ φ. θεοί Aristaenet.2.14; kindly, gracious, Κύπρι φ. AP5.10; ὦ Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία A.Ag.355 (anap.).
II Pass., beloved, dear, of persons and things, γυνή Id.Supp.533 (lyr.); δμωΐδες Ch.719 (anap.); ὦ φ. γενέθλα S.El.226 (lyr.); φ. ἄλοχος E.Alc.876 (lyr.), 917 (anap.); βρέφη Id.Tr.557 (lyr.).
III Adv. φιλίως Th.3.65, X.Cyr.6.3.13, Pl.Lg.768e.
German (Pape)
[Seite 1278] bei den Att. häufig auch 2 Endgn, freundschaftlich, freundlich gesinnt, befreundet; ὦ Νὺξ φιλία Aesch. Ag. 346; φιλίοις ὄμμασι Ch. 798; ὕμνος Pind. P. 1, 60; ἔπη P. 4, 29; δῶρα Ol. 1, 75; ὦ φιλία γενέθλα Soph. El. 219; ἄλοχος Eur. Alc. 879; βρέφη Troad. 557, was auch geliebt übersetzt werden kann; Beiname des Zeus, Ar. Ach. 695, wie εἰπὲ πρὸς Διὸς φιλίου Plat. Phaedr. 234 e, u. öfter Zeus, der Beschützer der Freundschaft; auch ohne den Zusatz Ζεύς, Pherecrat. bei Poll. 2, 127; vgl. εἰπὲ πρὸς φιλίου Plat. Gorg. 519 e Euthyphr. 6 b u. Ruhnk. zu Tim. p. 193; πόλις φιλιωτέρη, Her. 7, 151; λόγοι 7, 163. 8, 106; γνῶμαι 9, 4; bes. Gegensatz von πολέμιος, es im Kriege mit Einem haltend, ἠρέμα παρασκοπῶν καὶ τοὺς φιλίους καὶ τοὺς πολεμίους Plat. Conv. 221 b, wie Pol. 16, 19, 3 u. sonst; dah. ἡ φιλία, mit u. ohne χώρα, Freundesland, im Gegensatz von ἡ πολεμία, Xen. Cyr. 4, 5,13, wie φρούριον 5, 3,23; πάντα ἀλλήλοις τά γε τῆς ἀρετῆς μόρια λέγεταί που φίλια Plat. Polit. 306 c; τὰ χρήματα μὴ φίλια εἶναι, für feindlich, dah. für gute Prise erklären, Dem. 24, 12; Sp. – Adv.; φιλίως εἴρηκας Plat. Legg. III, 698 d; Folgde.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
I. 1 qui a des sentiments d'amitié, amical, ami ; avec un dat. : ami de, bienveillant pour;
2 qui concerne les amis ou un ami, d'ami : πρεσβείας φιλίας καὶ πολεμίας XÉN ambassades aux amis et aux ennemis;
3 qui provient d'un ami;
II. aimé, cher, précieux;
Cp. φιλιώτερος.
Étymologie: φίλος.
Russian (Dvoretsky)
φίλιος:
II ὁ божество дружбы: πρὸς φιλίου Plat. ради бога дружбы; μὰ τὸν φίλιον τὸν ἐμόν τε καὶ σόν Plat. клянусь божеством, покровительствующим нашей с тобой дружбе.
3, редко 2 (φῐ)
1 дружеский, дружественный (λόγοι Her.; φρήν Aesch.; χώρα Thuc.): πρεσβεία φιλία Xen. посольство в дружественную страну;
2 любящий (ὄμματα Aesch.; χείρ Soph.);
3 покровительствующий дружбе (Ζεύς Plat., Men.);
4 благосклонный, благодетельный (νύξ Aesch.; Κύπρις Anth.);
5 любимый, дорогой, милый (γυνή Aesch.; γενέθλα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
φίλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἑλ. 629, Ἀριστ. Ἀποσπ. 625· (φίλος)· Ι. ἐνεργ., ὁ ἀνήκων εἰς φίλον ἢ ἐκ φίλου προερχόμενος, φιλικός, ὕμνος, ἔπη Πινδ. Π. 1. 116., 4. 51· λόγοι, γνῶμαι Ἡρόδ. 7. 163., 9. 4· φρήν, ὄμματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1491, Χο. 810· χεὶρ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 201· φ. τινι Εὐριπ. Τρῳ. 849, Θουκ. 2. 86, Ξεν. Κύρου Παιδ. 6. 1, 19· ― μάλιστα δὲ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολέμιος, φιλικός, εἰς φίλους ἀνήκων, φ. χώρα, πόλις. στράτευμα, Θουκ. 5. 44, Ξεν., κλπ.· οὐδεμίαν . πόλιν Ἄργεος φιλιωτέρην Ἡρόδ. 7. 151· φ. τριήρης, φιλικ. πλοῖον, δηλ. εἰς φιλικὸν κράτος ἀνῆκον, Θουκ. 4. 120· (περὶ τοῦ χωρίου 8. 102, ἴδε ἐν λέξ. ἐπίπλους)· πρεσβεῖαι φ. καὶ πολέμιαι, πρὸς φίλους καὶ πολεμίους, Ξεν. Λακ. 13. 10· πολλῶν... φιλίων καὶ πολεμίων ναυαγίων, ναυαγίων φιλικῶν τε καὶ ἐχθρικῶν πλοίων, Λυσί. 194. 17· ― ἐντεῦθεν ἡ φιλία (ἐξυπακουομ. γῆ, χώρα), χώρα φιλική, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ πολεμία, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 6, 9, Ἀνάβ. 5. 5, 3, Δήμ. 326. 12· ὡσαύτως τὰ φίλια· ἀναχωρίζειν εἰς τὰ φ. Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 6· περὶ τοῦ: φίλια τεμέσθαι τινί, ἴδε τέμνω ΙΙ. 2· ― Συγκρ. φιλιώτερος, Ἡρόδ. 7. 151. 2) Ζεὺς φίλιος, ὡς προστάτης τῆς φιλίας (ὁ ναὸς αὐτοῦ ἔκειτο ἐν Μεγαλοπόλει, Παυσ. 8. 31) τὸ παρασιτεῖν εὗρεν ὁ Ζεὺς ὁ φίλιος Διόδωρος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 5 καὶ 20· πρὸς Διὸς φιλίου Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 234Ε· μαρτύρομαι τὸν φίλιον... Δία Μένανδρος ἐν «Ἀνδρογύνῳ» 6· ― ἀλλὰ συνηθέστατα χωρὶς τοῦ κυρίου ὀνόματος Ζεὺς· ναὶ τὸν φίλιον Ἀριστοφ. Ἀχ. 730· νὴ τὸν φ. Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 16· πρὸς φιλίου Πλάτ. Γοργ. 500Β, 519Ε, Εὐθύφρων 6Β· μὰ τὸν φ. τὸν ἐμόν τε καὶ σὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 109D τὸν σὸν λιποῦσα φ. Εὐρ. Ἀνδρ. 603· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων θεῶν, Ἀρισταίν. 2. 14, Ἀνθ. Παλ. 5. 11, Λουκ. Τόξ. 7· Ζεῦ βασιλεῦ καὶ νὺξ φιλία Αἰσχύλ. Ἀγ. 355 ― πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ΙΙ. Παθ., ὡς τὸ φίλος, ἀγαπητός, ἠγαπημένος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, γυνὴ Αἰσχύλ. Ἱκ. 533, πρβλ. Χο. 719· ὦ φ. τὰ γενέθλια Σοφ. Ἡλ. 226· φ. ἄλοχος Εὐρ. Ἄλκ. 876, 917· βρέφη ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 557. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, Θουκ. 3. 65, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 3, 13, Πλάτ., κλπ.
English (Slater)
φῐλῐος friendly, fond “φίλια δῶρα Κυπρίας” (O. 1.75) Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον (P. 1.60) “φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” (P. 4.29) ἐκάλει φιλίαν νόστοιο μοῖραν (P. 4.196)
Greek Monolingual
-α, -ο / φίλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α φίλος
φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῦτα φίλια τοῖς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν.
γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.)
αρχ.
(σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση του Ερμού, του Απόλλωνος και, κυρίως, του Διός ως προστατών της φιλίας («πρὸς Διὸς φιλίου», Πλάτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ φιλία
1. (ενν. χώρα) η φιλική χώρα
4. φρ. α) «πρεσβεῖαι φίλιαι καὶ πολέμιοι» — πρεσβείες προς φίλους και εχθρούς (Ξεν.)
β) «φίλια καὶ πολέμια ναυάγια» — ναυάγια φιλικών και εχθρικών πλοίων (Λυσ.).
επίρρ...
φιλίως Α
με φίλιο τρόπο, φιλικώς.
Greek Monotonic
φίλιος: -α, -ον και -ος, -ον· (φίλος)·
I. 1. Ενεργ., αυτός που ανήκει ή προέρχεται από φίλο, φιλικός, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· φιλία τριήρης, φιλικό πλοίο, σε Θουκ.· ἡ φιλία (ενν. γῆ, χώρα), φιλική χώρα, αντίθ. προς ἡ πολεμία, σε Ξεν.
2. Ζεὺς φίλιος, ο Δίας ως θεός της φιλίας, σε Πλάτ.· ναὶ τὸν φίλιον (ενν. Δία), σε Αριστοφ.· πρὸς φιλίου, σε Πλάτ.
II. Παθ., αγαπημένος, λατρεμένος, σε Τραγ.
III. επίρρ. -ίως, σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
φίλιος, η, ον φίλος
I. act. of or from a friend, friendly, Hdt., Trag., etc.; φ. τριήρης a friendly ship, Thuc.; ἡ φιλία (sc. γῆ, χώρἀ a friendly country, opp. to ἡ πολεμία, Xen.
2. Ζεὺς φίλιος Zeus as god of friendship, Plat.; ναὶ τὸν φίλιον (sub. Δίἀ Ar.; πρὸς φιλίου Plat.
II. pass., beloved, dear, Trag.
III. adv. -ίως, Thuc., etc.
English (Woodhouse)
friendly, loving, well intentioned
Lexicon Thucydideum
ad socios pertinens, amicus, pacatus, allied, friendly, peaceable, 1.30.3, 2.7.3, 2.86.3, 3.58.4, 3.58.5. 3.106.2. 4.120.2, 5.36.1. 5.41.3, [vulgo commonly φίλον] 5.44.1, 6.34.4. 6.68.3, 7.44.4. 7.50.1, [vulgo commonly φιλίαν] 7.53.1. 7.60.2. 7.77.6. 8.95.6. 8.102.2,
pacatus ager, pacified territory, 6.21.2.
Translations
friendly
Albanian: miqësor; Arabic: لَطِيف; Moroccan Arabic: ضْريف, زْوين; Armenian: բարեկամական, ընկերական; Belarusian: ласкавы, прыязны, дружалюбны, сяброўскі, прыяцельскі; Bulgarian: приветлив, дружелюбен, приятелски; Catalan: amistós; Chinese Mandarin: 友好, 親切, 亲切; Czech: přívětivý, laskavý, přátelský; Danish: venlig; Dutch: vriendelijk, hartelijk; Estonian: sõbralik; Finnish: ystävällinen; French: amical, amicale, aimable, gentil, gentille; Galician: amigábel, amistoso; German: freundlich; Greek: φιλικός; Ancient Greek: φίλιος, φιλικός; Hawaiian: aikāne; Hebrew: חברותי), ידידותי; Hungarian: barátságos; Icelandic: vingjarnlegur, vinalegur; Indonesian: ramah; Irish: cairdiúil, carthanach, coimhirseach, comhbhách, córtasach, dáimhiúil, dea-mhuinteartha, éilitheach, forbhfáilteach, lách, méiniúil, muinteartha, páirtiúil; Italian: amichevole, accogliente; Japanese: 親切な, 友好的な; Javanese: ꦄꦏꦿꦧ꧀; Korean: 친절하다; Latin: amicus, venustus; Laz: გზამშინე; Lithuanian: draugiškas; Low German: fründlich; Macedonian: љубезен, мил, пријателски; Malay: ramah; Middle English: frendly, felawely; Nepali: मैत्रीपूर्ण; Norwegian Bokmål: vennlig; Nynorsk: venleg, vennleg; Persian: دوستانه; Plautdietsch: frintlich; Polish: przyjazny, życzliwy, przyjacielski; Portuguese: amigável, amistoso; Romanian: prietenos, amical; Russian: дружелюбный, приветливый, любезный, приятельский, добродушный; Scottish Gaelic: càirdeil; Serbo-Croatian Cyrillic: љу̏базан, ми̏о, пријатѐљскӣ; Roman: ljȕbazan, mȉo, prijatèljskī; Slovak: prívetivý, láskavý, priateľský; Slovene: prijazen, prijáteljski; Spanish: amistoso, amigable; Swedish: vänlig; Thai: กันเอง, เป็นกันเอง; Tocharian B: yṣuwar; Turkish: cana yakın; Ukrainian: люб'язний, ласкавий, дружелюбний, приязний, дружній, приятельський; Vietnamese: thân thiện; Volapük: flenöfik; Walloon: amiståve, binamé; White Yiddish: חבֿריש, פֿרײַנדלעך; Zazaki: dostane, ganşirın
beloved
Arabic: مَحْبُوب, مَحْبُوبَة, أَحِبَّاء; Bulgarian: обичан, любим; Catalan: estimat, estimada; Chinese Mandarin: 親愛的/亲爱的, 心愛的/心爱的, 鍾愛的/钟爱的; Czech: milovaný; Dutch: geliefd, bemind, welbemind, lief; Esperanto: amata; Faliscan: caro; Finnish: rakastettu, rakas; French: bien-aimé, chéri; Georgian: შეყვარებული, საყვარელი; German: beliebt, geliebt; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐍆𐍃; Greek: αγαπημένος; Ancient Greek: ἀγαπατός, ἀγαπητός, ἐράσμιος, ἐραστός, ἐρατός, ἐρώμενος, εὐφιλής, προσφιλής, φίλιος, φίλος; Hebrew: אהוב; Hungarian: szeretett; Irish: maoineach, muirneach; Italian: amato, carissimo, squisito; Japanese: 最愛, 愛しい, 恋しい, 親愛なる; Korean: 사랑하는; Kurdish Central Kurdish: خۆشەویست, نازدار; Latin: carus; Latvian: mīļots, mīļota; Lithuanian: mylimas, mylima; Macedonian: возљубен, сакан, љубен; Malayalam: പ്രിയപ്പെട്ട; Maori: hokoi; Norwegian Bokmål: elsket; Persian: معشوق, دلدار, دلبر, یار, جانان, نگار, محبوب, عزیز, معشوقه; Plautdietsch: leef, * Plautdietsch: beleeft; Polish: ukochany, umiłowany; Portuguese: amado; Romanian: iubit, iubită; Russian: возлюбленный, любимый, желанный; Scottish Gaelic: gràdhach, gràdhaichte, ionmhainn; Spanish: amado, querido, bienamado, dilecto; Swedish: älskad; Telugu: ప్రియమైన; Tocharian B: laraṣke, lāre, ṣarya; Vietnamese: yêu quý, yêu dấu