ἐπιτίθημι
English (LSJ)
Pass. mostly furnished by ἐπίκειμαι : A Act., lay, put or place upon, of offerings laid on the altar, ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι Od.21.267, cf. 3.179 ; λιβανωτόν Ar.Nu.426, V.96, Antipho 1.18 ; set meats on the table, εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα Od.1.140, cf. 10.355 ; πάντ' ἐπιθεῖτε on the car, Il.24.264 ; [νέκυας] ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες Od.24.419 ; τινὶ κύρτον καὶ κώπαν, as a grave-monument, AP7.505 (=Sapph.120) : Constr. mostly ἐ. τινί τι, τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον βάρος X.Oec.17.9, etc. : but also c.gen., ἐ. λεχέων τινά Il.24.589 ; ἐ. τι ἐπί τινος Hdt.2.121.δ' ; κεφαλὴν ἐπὶ στέρνα τινός X.Cyr.7.3.14: c. acc. only, put upon, set up, ἐ. φάρμακα apply salves, Il.4.190 ; δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε 10.466 ; στήλην λίθου Hdt.7.183 ; φάκελον ξύλων E.Cyc.243 ; ἐ. μνημεῖά τινι to him, Id.IT702, cf. IG14.446 (Tauromenium), 12.1068. 2 set upon, turn towards, Ἑκτορέοις ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν Il.10.46 ; but τῇ δ' ἄρ' ἐπὶ φρεσὶ θῆκε c. inf., put it into her mind to.., Od.21.1. II put on a covering or lid, ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη 9.314 ; κεφαλῇ ἐπέθηκε (as v.l. for ἐφύπερθἐ καλύπτρην 5.232 ; λίθον δ' ἐπέθηκε θύρῃσι, i.e. put a stone as a door to the cave, put it before the door, 13.370 ; also, put a door to, κολλητὰς ἐπέθηκα θύρας 23.194 ; θύρας ἐπέθηκε φαεινάς 21.45 ; θυρεὸν μέγαν 9.240 (v. infr. B. 11). 2 set a seal on, BGU361 iii 22 (ii A.D.) ; apply a pessary, Hp.Steril.214 (Pass.) ; a cupping instrument, Sor.2.11 (Pass.). III put to, add, grant or give besides, ὅσσα τε νῦν ὔμμ' ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ' ἐπιθεῖτε Od.22.62, cf. Il.7.364, etc. ; κράτος, κῦδός τινι, 1.509 (tm.), 23.400 (tm.), 406 (tm.) ; ἡμιτάλαντον χρυσοῦ ib.796. 2 of Time, add, bring on, ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Od.12.399 ; μάλα πολλὰ [ἔτεα] Hes.Op.697. IV put on as a finish, χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Il.4.111 ; περόνην Od. 19.256 : metaph., οὐδὲ τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις add fulfilment, Il.19.107, cf. 20.369 ; so later ἐ. κεφάλαἰ ἐφ' ἅπασι D.21.18 ; κολοφῶνα ἐ. τῇ σοφίᾳ Pl.Euthd.301e ; τέλος ἐπιτεθήκατον ib.272a ; πέρας ἐ. τῇ γενέσει Arist.GA776a4 ; πίστιν ἐ. D.12.22, 49.42 ; ὁ δὲ μισθωσάμενος πίστιν ἐπιθήσει πρὸς τοὺς νεωποίας SIG963.34 (Arcesine, iv B. C.) ; πέρας ἐ. τῷ πράγματι PGiss.25.7 (ii A. D.), etc. ; ὅρον ἐ. τῷ πράγματι Mitteis Chr.87.2 (ii A. D.). V impose, inflict a penalty, σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν Od.2.192 ; δίκην, ζημίην, ἄποινα ἐ. τινί, Hdt.1.120,144, 9.120, etc. ; θάνατον δίκην ἐ. τινί Pl.Lg.838c ; δίκην τὴν πρέπουσαν Id.Criti.106b ; ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐ. ἀμοιβήν Hes.Op. 334 ; τιμωρίαν ὑπέρ τινος D.60.11 (cf. infr. B. IV) : so of burdens, grievances, etc., θήσειν..ἐπ' ἄλγεα Τρωσί Il.2.39 ; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον 6.357 ; [ἄτην] οἱ ἐπὶ φρεσὶθῆκε..Ἐρινύς Od.15.234 ; ἀνάγκην ἐ. c. inf., X.Lac.10.7 ; ἐ...μὴ τυγχάνειν imposing as a penalty not to.., ib.3.3 (v. infr. B. IV). VI dispatch a letter, ἐ. τι ἐς Αἴγυπτον, ἐς Μυτιλήνην, Hdt.3.42, 5.95 ; ἐ. [ἐπιστολάς] D.34.28. VII give a name, Hdt.5.68, Pl.Smp.205b, etc. VIII contribute (capital) to a venture, ἐς πεῖραν Leg.Gort.9.44. B Med., with pf. Pass. ἐπιτέθειμαι Plu.2.975d, also aor. Pass., Inscr.Prien. (v. infr.), etc.:—put on oneself or for oneself, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν..θήκατο placed a helmet on his head, Il.10.30 ; κρατὶ δ' ἐπὶ..κυνέην θέτο 5.743, cf. E.Ba.702 (tm.), etc.; χεῖρας ἐπ' ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσι laying one's hands upon.., Il.18.317 ; κτύπημα χειρὸς κάρᾳ on one's head, E.Andr.1210 (lyr.). II put on or to, as a door, πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp.218b ; θύρας Orph.Fr. 245, al., etc. (v. supr. A. 11). III apply oneself to, employ oneself on or in, c. dat., ναυτιλίῃσι μακρῇσι Hdt.1.1 ; τῇ πείρᾳ, τοῖς ἔργοις, Th.7.42, X.Mem.2.8.3, etc. ; τοῖς πολιτικοῖς Pl.Grg.527d : c. inf., attempt to.., φιλοσοφεῖν ἐπέθετο Alex.36.3 ; γράφειν Isoc.5.1, cf. Pl. Sph.242b:—Pass., ἐπετέθη πρὸς τὸν πόλεμον Inscr.Prien.17.38 (iii B.C.). 2 make an attempt upon, attack, τῇ Εὐβοίῃ Hdt.5.31 ; Ἐφεσίοισι Id.1.26, cf. 102, 8.27 ; τῷ δήμῳ Th.6.61 ; τῇ δημοκρατίᾳ X.Ath. 3.12 ; ἐ. τῇ τοῦ δήμου καταλύσει attempt it, Aeschin.3.235 ; τυραννίδι Lycurg.125 ; ἀρχῇ Plu.2.772d ; ἐ. ταῖς ἁμαρτίαις or τοῖς ἀτυχήμασί τινος take advantage of them, Isoc.2.3, D.23.70 : abs., make an attack, κατ' ἀμφότερα Th.7.42, cf. Arist.Pol.1302b25. 3 abs., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε he practised justice with assiduity, Hdt.1.96, cf. 6.60. IV bring on oneself, ἐπέθου θύος δημοθρόους τ' ἀράς A.Ag. 1409. 2 cause a penalty to be imposed, θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι Th.2.24 ; φόβον τινί X.Cyr.4.5.41. V lay commands on, τί τινι Hdt.1.111, cf. OGI669.61 (Egypt, i A.D.): also c. inf., Hdt.3.63, v.l. in Ath.11.465d. VI give a name, τινί Od.8.554(tm.), cf. Arist. Po.1451b10. VII contribute, πολλοὶ ἐπέθεντο τὰς ἐπιδόσεις εἰς τὴν παρασκευὴν τοῦ πολέμου prob. in SIG346.29 (iv B. C.).