ἐπιτίθημι

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐτῐ́θημῐ Medium diacritics: ἐπιτίθημι Low diacritics: επιτίθημι Capitals: ΕΠΙΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: epitíthēmi Transliteration B: epitithēmi Transliteration C: epitithimi Beta Code: e)piti/qhmi

English (LSJ)

Pass. mostly furnished by ἐπίκειμαι:
A Act., lay upon, put upon or place upon, of offerings laid on the altar, ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι Od.21.267, cf. 3.179; λιβανωτόν Ar.Nu.426, V.96, Antipho 1.18; set meats on the table, εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα Od.1.140, cf. 10.355; πάντ' ἐπιθεῖτε on the car, Il.24.264; [νέκυας] ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες Od.24.419; τινὶ κύρτον καὶ κώπαν, as a grave-monument, AP7.505 (=Sapph.120): Constr. mostly ἐ. τινί τι, τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον βάρος X.Oec.17.9, etc.: but also c.gen., ἐ. λεχέων τινά Il.24.589; ἐ. τι ἐπί τινος Hdt.2.121.δ'; κεφαλὴν ἐπὶ στέρνα τινός X.Cyr.7.3.14: c. acc. only, put upon, set up, ἐ. φάρμακα apply salves, Il.4.190; δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε 10.466; στήλην λίθου Hdt.7.183; φάκελον ξύλων E.Cyc.243; ἐ. μνημεῖά τινι to him, Id.IT702, cf. IG14.446 (Tauromenium), 12.1068.
2 set upon, turn towards, Ἑκτορέοις ἐπὶ φρένα θῆχ' ἱεροῖσιν Il.10.46; but τῇ δ' ἄρ' ἐπὶ φρεσὶ θῆκε c. inf., put it into her mind to.., Od.21.1.
II put on a covering or lid, ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη 9.314; κεφαλῇ ἐπέθηκε (as v.l. for ἐφύπερθἐ καλύπτρην 5.232; λίθον δ' ἐπέθηκε θύρῃσι, i.e. put a stone as a door to the cave, put it before the door, 13.370; also, put a door to, κολλητὰς ἐπέθηκα θύρας 23.194; θύρας ἐπέθηκε φαεινάς 21.45; θυρεὸν μέγαν 9.240 (v. infr. B. 11).
2 set a seal on, BGU361 iii 22 (ii A.D.); apply a pessary, Hp.Steril.214 (Pass.); a cupping instrument, Sor.2.11 (Pass.).
III put to, add, grant besides or give besides, ὅσσα τε νῦν ὔμμ' ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ' ἐπιθεῖτε Od.22.62, cf. Il.7.364, etc.; κράτος, κῦδός τινι, 1.509 (tm.), 23.400 (tm.), 406 (tm.); ἡμιτάλαντον χρυσοῦ ib.796.
2 of time, add, bring on, ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Od.12.399; μάλα πολλὰ [ἔτεα] Hes.Op.697.
IV put on as a finish, χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Il.4.111; περόνην Od. 19.256: metaph., οὐδὲ τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις add fulfilment, Il.19.107, cf. 20.369; so later ἐ. κεφάλαἰ ἐφ' ἅπασι D.21.18; κολοφῶνα ἐ. τῇ σοφίᾳ Pl.Euthd.301e; τέλος ἐπιτεθήκατον ib.272a; πέρας ἐ. τῇ γενέσει Arist.GA776a4; πίστιν ἐ. D.12.22, 49.42; ὁ δὲ μισθωσάμενος πίστιν ἐπιθήσει πρὸς τοὺς νεωποίας SIG963.34 (Arcesine, iv B. C.); πέρας ἐ. τῷ πράγματι PGiss.25.7 (ii A. D.), etc.; ὅρον ἐ. τῷ πράγματι Mitteis Chr.87.2 (ii A. D.).
V impose, inflict a penalty, σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν Od.2.192; δίκην, ζημίην, ἄποινα ἐ. τινί, Hdt.1.120,144, 9.120, etc.; θάνατον δίκην ἐ. τινί Pl.Lg.838c; δίκην τὴν πρέπουσαν Id.Criti.106b; ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐ. ἀμοιβήν Hes.Op. 334; τιμωρίαν ὑπέρ τινος D.60.11 (cf. infr. B. IV): so of burdens, grievances, etc., θήσειν..ἐπ' ἄλγεα Τρωσί Il.2.39; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον 6.357; [ἄτην] οἱ ἐπὶ φρεσὶθῆκε.. Ἐρινύς Od.15.234; ἀνάγκην ἐ. c. inf., X.Lac.10.7; ἐ...μὴ τυγχάνειν imposing as a penalty not to.., ib.3.3 (v. infr. B. IV).
VI dispatch a letter, ἐ. τι ἐς Αἴγυπτον, ἐς Μυτιλήνην, Hdt.3.42, 5.95; ἐ. [ἐπιστολάς] D.34.28.
VII give a name, Hdt.5.68, Pl.Smp. 205b, etc.
VIII contribute (capital) to a venture, ἐς πεῖραν Leg.Gort.9.44.
B Med., with pf. Pass. ἐπιτέθειμαι Plu.2.975d, also aor. Pass., Inscr.Prien. (v. infr.), etc.:—put on oneself or for oneself, ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν..θήκατο placed a helmet on his head, Il.10.30; κρατὶ δ' ἐπὶ.. κυνέην θέτο 5.743, cf. E.Ba.702 (tm.), etc.; χεῖρας ἐπ' ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσι laying one's hands upon.., Il.18.317; κτύπημα χειρὸς κάρᾳ on one's head, E.Andr.1210 (lyr.).
II put on or put to, as a door, πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp. 218b; θύρας Orph.Fr. 245, al., etc. (v. supr. A. 11).
III apply oneself to, employ oneself on or employ oneself in, c. dat., ναυτιλίῃσι μακρῇσι Hdt.1.1; τῇ πείρᾳ, τοῖς ἔργοις, Th.7.42, X.Mem.2.8.3, etc.; τοῖς πολιτικοῖς Pl.Grg. 527d: c. inf., attempt to.., φιλοσοφεῖν ἐπέθετο Alex.36.3; γράφειν Isoc.5.1, cf. Pl. Sph.242b:—Pass., ἐπετέθη πρὸς τὸν πόλεμον Inscr.Prien.17.38 (iii B.C.).
2 make an attempt upon, attack, τῇ Εὐβοίῃ Hdt.5.31; Ἐφεσίοισι Id.1.26, cf. 102, 8.27; τῷ δήμῳ Th.6.61; τῇ δημοκρατίᾳ X.Ath. 3.12; ἐ. τῇ τοῦ δήμου καταλύσει attempt it, Aeschin.3.235; τυραννίδι Lycurg.125; ἀρχῇ Plu.2.772d; ἐ. ταῖς ἁμαρτίαις or τοῖς ἀτυχήμασί τινος take advantage of them, Isoc.2.3, D.23.70: abs., make an attack, κατ' ἀμφότερα Th.7.42, cf. Arist.Pol.1302b25.
3 abs., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε he practised justice with assiduity, Hdt.1.96, cf. 6.60.
IV bring on oneself, ἐπέθου θύος δημοθρόους τ' ἀράς A.Ag. 1409.
2 cause a penalty to be imposed, θάνατον ζημίαν ἐπιθέσθαι Th.2.24; φόβον τινί X.Cyr.4.5.41.
V lay commands on, τί τινι Hdt.1.111, cf. OGI669.61 (Egypt, i A.D.): also c. inf., Hdt.3.63, v.l. in Ath.11.465d.
VI give a name, τινί Od.8.554(tm.), cf. Arist. Po.1451b10.
VII contribute, πολλοὶ ἐπέθεντο τὰς ἐπιδόσεις εἰς τὴν παρασκευὴν τοῦ πολέμου prob. in SIG346.29 (iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 992] (s. τίθημι), 1) daraufsetzen, darauflegen, daraufstellen, κρατὶ κυνέην, ἐπιθήσει φάρμακα, wird Heilmittel auflegen, Il. 4, 190, κεφαλῇ δ' ἐπέθηκε καλύπτρην, einen Schleier auf den Kopf, Od. 5, 232; τύμβον τε χῶσον κἀπίθες μνημεῖά μοι Eur. I. T. 702; στήλην λίθου ἐπέθηκαν Her. 7, 183; ὀϊστόν, einen Pfeil auflegen, 5, 105; öfter τινί τι, Thuc. 7, 36; Xen. Oec. 17, 9; ζυγά τινι Cyr. 3, 1, 27; mit der Präposition, ἐπὶ πυρᾶς ἐπιθέντες τὸν νεκρόν Thuc. 2, 52; ἀσκοὺς ἐπὶ τῶν ὄνων Her. 2, 121, 4; – c. gen., τινὰ λεχέων, Jem. auf das Lager legen, Il. 24, 589; – ἐπὶ τὰ στέρνα τὴν κεφαλήν, Xen.; – bes. – a) Speisen aufsetzen, auftragen, εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, oder richtiger: hinzusetzend, noch dazu auftragend, Od. 1, 140, vgl. ἐπὶ δέ σφι τίθει χρύσεια κάνεια 10, 355. vom Opfer, ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι κλυτοτόξῳ, eigtl. auf den Altar legen, opfern, 21, 267; οὐδ' ἂν θύσαιμ' οὐδ' ἂν σπείσαιμ' οὐδ' ἐπιθείην λιβανωτόν Ar. Nub. 425; λιβανωτὸν ἐπιτιθείς Vesp. 96; Antiph. 1, 18. – b) ὄνομα, einen Ramen beilegen, geben, Plat. Conv. 205 b Crat. 424 d. – c) Strafe u. ä. auflegen, σοὶ δὲ θωὴν ἐπιθήσομεν Od. 2, 192; χαλεπὴν ἀμοιβήν Hes. O. 332; αἵματος δίκην Eur. Or. 500; δίκην, ζημίαν τινί, ἄποινα, Her. 1, 144. 4, 43. 9, 120; Xen. Cyr. 1, 2, 2 u. A.; δίκην Plat. Critia. 106 b u. öfter; ἐπὶ πᾶσι τάξεις καὶ ζημίας Legg. VII, 823 c; τιμω ρίαν ὑπὲρ ὧν τοὺς ἄλλους ἠδικουν ἐπέθηκαν Dem. 60, 11; Sp., wie Plut. Fab. Max. 9 u. öfter; μισθόν τινι Pol. 5, 18, 8. – So Unglück, Schmerzen auferlegen, zu Teil werden lassen, in tmesi, θήσειν γὰρ ἔτ' ἔμελλεν ἐπ' ἄλγεά τε στοναχάς τε Τρωσί Il. 2, 39; οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον, über die er verhängte, 6, 357; ἀνάγκην Xen. Lac. 10, 7. – d) τέλος μύθῳ ἐπιθήσεις, der Erzählung ein Ziel setzen, sie in Erfüllung gehen lassen, Il. 19, 107. 20, 369, wie Isocr. 6, 77; übh. ein Ende machen, beendigen, τῷ μύθῳ τέλος οὐκ ἐπέθεμεν, Plat. Polit. 277 b Prot. 348 a; ἤδη κολοφῶνα ἐπιτίθης τῇ σοφίᾳ, gleichsam den Schlußstein daraufsetzen, Euthyd. 301 e (vgl. κολοφών) ähnl. Dem. 21, 18 δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ' ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νενεανιευμένοις ἐπέθηκεν, er setzte seinen Torheiten gleichsam die Krone auf; – πίστιν ἐπιθεῖναι, einen Schwur darauf setzen, beschwören, Dem. 29, 33. 49, 42; – λίθον ἐπέθηκε θύρῃσιν, er setzte einen Stein vor die Thür, Od. 13, 370. 9, 243, mit dem Nebenbegriff des Verschließens; θύρας ἐπέθηκε φαεινάς 21, 45, wie ὡςεί τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη 9, 314, den Deckel auf den Köcher legen, ihn verschließen; νέφος ἐπιθεῖναι, Gegensatz ἀνακλίνειν, vorschieben, d. i. den Himmel schließen, von de n, Horen, Il. 5, 751. 8, 395 λόχον, vom trojanischen Pferde, Od. 11, 25 (vgl. ἐπίκειμαι). – Übertr., φρένα, nur in tmesi, den Geist auf Etwas hinrichten, auf Etwas achten, Hom.; – auftragen, zur Besorgung übergeben, βιβλίον ἐς Αἴγυπτον ἐπέθηκε Her. 3, 42; Ἀλκαῖος ἐν μέλει ποιήσας ἐπιτιθεῖ εἰς Μιτυλήνην, 5, 95; ἐπιστολήν Dem. 34, 28, was Harpocr. durch παρέδωκε erkl. Vgl. med. 3). – 2) hinzusetzen, hinzufügen, κτήματα δ' ὅσσ' ἀγόμην – πάντ' ἐθέλω δόμεναι καὶ οἴκοθεν ἄλλ' ἐπιθεῖναι, u. noch andere von meinem eigenen Besitzthume hinzufügen, Il. 7, 751, 23, 796; Od. 22, 62, μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ' ἀπολείπων μήτ' ἐπιθεὶς μάλα πολλά Hes. O. 695, weder viel unter. noch über dreißig Jahre; Sp. – Als Epitheton brauchen, Schol. Ap. Rh. 2, 118. – Med., 1) sich aufsetzen. στεφάνην κεφαλῆφιν Il. 10, 30; ἐπὶ δ' ἔθεντο κισσίνους στεφάνους Eur. Bacch. 701; οὑκ ἐπιθήσομαι ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν Andr. 1211; Sp.; χεῖρας στήθεσσί τινος, seine Hände auflegen, Il. 18, 317. – 2) sich an Etwas machen, sich auf Etwas legen, angreifen, unternehmen; absolut, Her. 3, 76, δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε 1, 96. vgl. 6, 60; gew. c. dat., ναυτιλίῃσι 1, 1 ναυκληρίᾳ Lys. 6, 19. ἑπιθέσθαι τῇ πείρα ἠπυίγετο Thuc. 7, 42, versuchen; τῷ ἔργῳ Xen. Mem. 2, 8, 3; κυβερνητικῇ Plat. Polit. 299 b; ἐπιθησόμεθα τοῖς πολιτικοῖς Gorg. 527 b; c. inf., ἐλέγχειν τὸν λόγον ἐπιθησόμεθα Soph. 242 ο, wie Isocr. 5, 1; τῇ καταλύσει τοῦ δήμου, mit der Auflösung der Demokratie umgehen, Aesch. 3, 235; Sp., von denen D. Sic. 15, 80 auch akt. τῷ κινδύνῳ ἐπιθείς sagt; – bes. im feindlichen Sinne, sich an Etwas machen, angreifen, anfallen, bes. plötzlich, od. aus dem Hinterhalte, unvermutet, τινί, Her. 6, 108. 7, 125 u. öfter; auch aor. I, πρώτοισι ἐπεθήκατο 1, 26; Thuc. u. Folgde; Μέλητός μοι ἐπέθετο, vom gerichtlichen Angriff, Plat. Apol. 23 c, τῷ πατρικῷ λόγῳ Soph. 242 a. – 3) auftragen, befehlen, ἐπιθέμενος ταῦτα ἐμοί Her. 1, 111; 3, 63; οὐκ ὤκνησεν ἐπιθέσθαι τοῖς οἰκείοις ἐπιγράψαι τῷ μνήματι τάδε Ath. XI, 465 d. – 4) daran, darauf setzen, wie im act., mit besonderer Beziehung auf das subj., πύλας μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Plat. Conv. 218 b, eure Ohren verschließet; λόγον ἐπ' αὐτῇ νόμον ὕστερον ἐπιθώμεθα Legg. XI, 918 a; σῖτον τῶν οἰκετῶν ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν, sich auftragen lassen, Xen. Cyr. 8, 2, 3; – ἐπέθεντο θάνατον ζημίαν Thuc. 2, 24. – So auch Aesch. τόδ' ἐπέθου θύος δημοθρόους τ' ἀράς, du zogest dir zu, Ag. 1383. – Plut. u. a. Sp. brauchen auch den aor. pass. in der Bdtg des med.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιθήσω, etc.
A. poser sur :
I. au propre κεφαλῇ ἐπ. καλύπτρην OD poser un voile sur la tête ; avec le gén. : ἐπ. λεχέων IL placer (qqn) sur un lit ; ἀσκοὺς ἐπ. ἐπὶ τῶν ὄνων HDT placer des outres sur les ânes ; ἐπὶ πυρᾶς ἐπ. νεκρόν THC placer un mort sur un bûcher ; π. εἴδατα OD placer des mets sur une table ; φάρμακα IL appliquer des onguents ; στήλην HDT poser une stèle;
II. fig. 1 appliquer : φρένα τινι IL son esprit à qch;
2 attribuer : ὄνομα HDT donner un nom (à qqn);
3 procurer : κράτος τινί IL, κῦδός τινι IL de la puissance, de la gloire à qqn;
4 imposer, infliger : ἄλγεά τινι IL des douleurs à qqn ; τινι δίκην HDT un châtiment à qqn ; ζημίαν τινί HDT une amende à qqn ; ἐνάγκην ἐπ. avec l'inf. imposer l'obligation de ; avec μή et l'inf. : ἐπ. μὴ τυγχάνειν XÉN imposer comme peine de ne pas…;
5 faire reposer sur, mettre à la charge de : τι ἐς Αἴγυπτον HDT confier à qqn un message pour l'Égypte;
6 poser par-dessus ou en sus, ajouter : ἄλλα IL, OD d'autres choses ; abs. ajouter à une chose ce qui l'achève : τέλος μύθῳ ou μύθοις IL mettre fin à des paroles;
B. poser par devant : λίθον θύρῃσιν OD placer une pierre devant la porte ; νέφος ἐπιθεῖναι IL voiler le ciel d'un nuage;
Moy. ἐπιτίθεμαι;
I. tr. 1 placer sur soi ou pour soi sur (qch) : ἐπ. σῖτον ἐπὶ τὴν τράπεζαν XÉN servir des mets sur la table ; fig. imposer : θανάτου ζημίαν THC la peine de mort ; φόβον τινί XÉN inspirer de la crainte à qqn;
2 faire reposer sur, mettre à la charge de : τί τινι confier qch à qqn, charger qqn de qch;
II. intr. s'attacher à, d'où
1 s'appliquer à : ναυτιλίῃσι HDT s'adonner à la navigation ; avec l'inf. : γράφειν τι ISOCR s'appliquer à écrire qch;
2 s'efforcer de, tâcher de, essayer de, inf.;
3 avec idée de tendance ἐπ. τῇ ἀρχῇ PLUT aspirer à l'empire;
4 avec idée d'hostilité s'attaquer à, τινι.
Étymologie: ἐπί, τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίθημι: (fut. ἐπιθήσω, pf. ἐπιτέθεικα; med. ἐπιτίθεμαι; в знач. pass. употр. преимущ. ἐπίκειμαι)
1 класть, ставить, расставлять (εἴδατα πολλά Hom.): τέλος ἐπιθεῖναί τινι Hom. положить конец чему-л.;
2 накладывать, взваливать (ἀσκοὺς ἐπὶ τῶν ὄνων Her.; βάρος τινί Xen.); погружать, грузить (νηυσί τι Hom.);
3 наваливать, наносить (φάκελον ξύλων Eur.);
4 возлагать (χεῖράς τινι Hom.);
5 возлагать на алтарь, приносить в жертву (μηρία Ἀπόλλωνι Hom.);
6 приставлять, придвигать (λίθον θύρῃσιν Hom.): ἐπιτίθεσθαι πύλας τοῖς ὠσί Plat. затыкать себе уши;
7 прикладывать (φάρμακον Hom.);
8 давать, выдавать, выплачивать (μισθόν τινι Polyb.);
9 водружать, воздвигать, ставить (στήλην ἐπὶ τὸ ἕρμα Her.);
10 надевать (καλύπτρην κεφαλῇ Hom.);
11 прилаживать, приделывать (κολλητὰς θύρας Hom.);
12 прилагать (что-л. к чему-л.): ἐ. ὄνομα Plat., Arst.; давать имя, нарекать;
13 налагать, накладывать (ζημίαν τινί Her.): ἐ. τιμωρίαν ὑπέρ τινος Dem. мстить за что-л.;
14 (пред)назначать, готовить (κακὸν μόρον τινί Hom.);
15 насылать (ἄλγεα Τρωσί Hom.);
16 добавлять, присоединять (ἕβδομον ἦμαρ Hom.); прибавлять (ἐτέων μάλα πολλά Hes.): κολοφῶνα ἐ. τινί Plat. завершать что-л.; πίστιν ἐ. Dem. верить, доверять (досл. давать веру);
17 вкладывать, внушать (ἄτην φρεσί τινι Hom.; ἐπιτίθεσθαι φόβον τινί Xen.);
18 (при)давать, даровать (κράτος τινί Hom.); доставлять (κῦδός τινι Hom.);
19 перен. склонять, благосклонно обращать (φρένα ἱεροῖσιν Hom.);
20 вручать, передавать (ἐπιστολήν τινι Dem.); отправлять, посылать (ἐς Αἴγυπτόν τι Hom.);
21 med. приступать, приниматься (за что-л.) (γράφειν τι Isocr.): ἐ. τῇ πείρᾳ Thuc. делать попытку; δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε Her. (Дейок) принялся насаждать справедливость;
22 med. предаваться (чему-л.), посвящать себя (τοῖς πολιτικοῖς Plat.);
23 med. совершать нападение, нападать (τῇ Εὐβοίῃ Her.; τῷ δήμῳ Thuc.);
24 med. пытаться (захватить), стремиться: ἐπιτίθεσθαι τῇ ἀρχῇ Plut. стремиться к захвату власти;
25 med. возлагать (в виде поручения), приказывать (τινί τι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίθημι: μέλλ. -θήσω: πρκμ. -τέθεικα, Πλάτ. Εὐθύδ. 272Β· τὸ παθητ. παραλαμβάνεται τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ ἐπίκειμαι. Α. ἐνεργ., θέτω, τοποθετῶ τι ἐπάνω εἴς τι, ἐπιθέτω, ἐπὶ θυμάτων ἢ ἄλλων προσφορῶν τιθεμένων ἐπὶ τῆς ἐσχάρας τοῦ βωμοῦ, ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι Ὀδ. Φ. 267, πρβλ. Γ. 179· ἐπὶ λιβανωτοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 426, Σφ. 96· λιβανωτὸν ὑπὲρ αὐτῶν ἐπετίθεσαν (ἐξυπ. τῇ ἐσχάρᾳ) Ἀντιφῶν 113. 24· ἐπὶ ἐδεσμάτων τιθεμένων ἐπὶ τῆς τραπέζης, εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα Ὀδ. Α. 140, πρβλ. Κ. 355· θέτω τι ἐπάνω εἴς τι. οὐκ ἂν δή μοι ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα, ταῦτά τε πάντ’ ἐπιθεῖτε...; Ἰλ. Ω. 264· νέκυας ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες Ὀδ. Ω. 419· καὶ ἡ γενικὴ σύνταξις εἶναι: ἐπ. τινί τι, ὡς τὸ Λατ. imponere· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν., αὐτὸς τόν γ’ Ἀχιλεὺς λεχέων ἐπέθηκεν ἀείρας Ἰλ. Ω. 589, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 183· ἐπ. τι ἐπί τινος ὁ αὐτ. 2. 121, 4· ἐπί τι Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14: ― μετ’ αἰτ. μόνον, ἐπιθέτω, ἐπ. φάρμακα Ἰλ. Δ. 190· δέελον δ’ ἐπὶ σῆμά τι τ’ ἔθηκεν Κ. 466· στήλην Ἡρόδ. 7. 183· φάκελον ξύλων Εὐρ. Κύκλ. 242· ἐπ. μνημεῖά τινι ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 702. 2) προσηλώνω ἢ στρέφω τι πρός τι, ἐπεὶ Διὸς ἐτράπετο φρήν· Ἑκτορέοις ἄρα μᾶλλον ἐπὶ φρένα θῆχ’ ἱεροῖσιν. «ἐπειδὴ ἡ τοῦ Διὸς μεταβλήθη διάνοια· ἐπὶ ταῖς θυσίαις ἄρα τοῦ Ἕκτορος μᾶλλον ἔθηκε τὴν διάνοιαν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Κ. 46· ἀλλά, τῇ δ’ ἄρ’ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε, μετ’ ἀπαρ., ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν αὐτῆς νά..., Ὀδ. Φ. 1 ΙΙ. ἐπιθέτω πῶμακάλυμμα, ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ’ ἐπιθείη Ὀδ. Ι. 314· κεφαλῇ ἐπέθηκε καλύπτρην Ε. 232· λίθον δ’ ἐπέθηκε θύρῃσιν, δηλ. ἔθηκε λίθον ὡς θύραν ἢ πρὸ τοῦ στομίου τοῦ σπηλαίου, Ν. 370· ὡσαύτως, θέτω θύραν εἴς τι, κολλητὰς ἐπέθηκα θύρας (πρβλ. ἐπιρρήσσω) Ψ. 194· θύρας ἐπέθηκε φαεινὰς Φ. 45. πρβλ. Ι. 240· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ, καὶ πρβλ. ἀνακλίνω ΙΙ. ΙΙΙ. προσθέτω, ὅσσα τε νῦν ὔμμ’ ἔστι καὶ εἴ πόθεν ἄλλ’ ἐπιθεῖτε Ὀδ. Χ. 62, πρβλ. Ἰλ. Η. 364, κτλ.· κράτος, κῦδός τινι Ἰλ. Α. 509. Ψ. 400. 406· ἀλλά τοι ἡμιτάλαντον χρυσοῦ ἐπιθήσω Ψ. 796. 2) ἐπὶ χρόνου, κάμνω τι νὰ ἔλθῃ μετά τι, ἐπιφέρω, ἐπάγω. ἀλλ’ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων Ὀδ. Μ. 399, Ο. 477· μάλα πολλὰ ἔτεα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 694. IV. μύθῳ ἢ μύθοις τέλος ἐπιθεῖναι, θεῖναι πέρας αὐτοῖς, Λατ. finem imponere, Ἰλ. Τ. 207, Υ. 369, κτλ. 2) ἐπιθέτω τι πρὸς συμπλήρωσιν ἐργασίας τινός, πᾶν δ’ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην Ἰλ. Δ. 111· περόνην τ’ ἐπέθηκα φαεινὴν Ὀδ. Τ. 256· οὕτω μεταγεν., δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κεφάλαια ἐφ’ ἅπασι τοῖς ἑαυτῷ νεανιευομένοις ἐπέθηκεν (ἴδε τὴν λ. κεφάλαιον) Δημ. 520, 27· κολοφῶνα ἐπ. τῇ σοφίᾳ (ἴδε τὴν λ. κολοφὼν) Πλάτ. Εὐθύδ. 301Ε, πρβλ. 272Β· πίστιν ἐπ. Δημ. 165. 2, πρβλ. 1196. 17, 28. V. ἐπιβάλλω, ἐπὶ ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θωὴν ἐπιθήσομεν Ὀδ. Β. 192· δίκην, ζημίαν, ἄποινα ἐπ. τινὶ Ἡρόδ. 1. 120, 144., 9. 120, κτλ.· θάνατον αὐτοῖς ἐπιτιθέντες δίκην τῆς ἁμαρτίας; Πλάτ. Νόμ. 838C· ἔργων ἀντ’ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπ. ἀμοιβὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 332· τιμωρίαν ὑπέρ τινος Δημ. 1392. 10, πρβλ. κατωτ. Β. IV: ― οὕτως ἐπὶ τιμωρίας ἐπιβαλλομένης ὑπὸ τοῦ θεοῦ, θήσειν γὰρ ἔμελλεν (ὁ Ζεὺς) ἐπ’ ἄλγεά τε στοναχάς τε Β. 39· οἷσιν ἐπὶ Ζεὺς θῆκε κακὸν μόρον Ζ. 357· ἄτην οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε... Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234· ἀνάγκην ἐπ., μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Λακ. 10, 7· ἐπιθεὶς δὲ καὶ εἴ τις ταῦτα φύγοι, μηδενὸς ἔτι τῶν καλῶν τυγχάνειν, ἐπιβαλὼν ὡς τιμωρίαν, αὐτόθι 3. 3· ἴδε κατωτ. Β. IV. VI ὡς τὸ ἐπιστέλλω, πέμπω, γράφει ἐς βιβλίον πάντα, …γράψας δὲ ἐς Αἴγυπτον ἐπέθηκε Ἡρόδ. 3. 42· ταῦτα δὲ Ἀλκαῖος ἐν μέλεϊ ποιήσας ἐπιτιθεῖ ἐς Μυτιλήνην ὁ αὐτ. 5. 95· ἐπ. ἐπιστολὴν Δημ. 915. 17· ἴδε κατωτ. Β. V. καὶ πρβλ. ἀντεπιτίθημι. VII. ἐπὶ καταλήξεως ὀνόματος, ἐπὶ γὰρ ὑός τε καὶ ὄνου τὰς ἐπωνυμίας μετατιθείς, αὐτὰ τὰ τελευταῖα ἐπέθηκε (ὡς π.χ. Ὑᾶται, Ὀνεᾶται) Ἡρόδ. 5. 68· δίδω, τὸ τοῦ ὅλου ἐπιτιθέντες ὄνομα Πλάτ. Συμπ. 205Β, κτλ.· ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, μεταχειρίζομαι ὡς ἐπίθετον, Γραμμ. Β. Μέσ., ἀπὸ τοῦ Πλουτ. καὶ ἐφεξῆς μετὰ παθ. ἀορ.: ― βάλλω ἐπάνω μου, φορῶ, αὐτὰρ ἐπὶ στεφάνην κεφαλῆφιν... θήκατο, ἔθηκε περικεφαλαίαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, Ἰλ. Κ. 30· κρατὶ δ’ ἐπὶ... κυνέην θέτο Ε. 743, Κ. 41, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 702, κτλ.· σῖτον ἐπὶ τὴν αὑτοῦ τράπεζαν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 3: ― χεῖρας ἐπ’ ἀνδροφόνους θέμενος στήθεσσιν ἑταίρου, «θεὶς τὰς χεῖρας τὰς ἀνδροκτόνους ἐπὶ τοῖς στήθεσι τοῦ φίλου» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 317· οὐκ ἐπιθήσομαι δ’ ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν; Εὐρ. Ἀνδρ. 1210. ΙΙ. θέτω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Πλάτ. Συμπ. 218Β· θύρας Ὀρφ. Ἀποσπ. 1. 2, κτλ., ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. ΙΙΙ. ἐπιδίδομαι, μετὰ δοτ., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Ἡρόδ. 1. 1· τῇ πείρᾳ, τῷ ἔργῳ Θουκ. 7. 42, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., ἐπιχειρῶ, φιλοσοφεῖν ἐπέθετο Ἄλεξ. ἐν «Γαλατείᾳ» 1. 3· γράφειν Ἰσοκρ. 82Α, πρβλ. Πλάτ. Σοφ. 242Β. 2) ἐπιχειρῶ ἐναντίον τινός, προσβάλλω τι, ἐπιτίθεμαι, τῇ Εὐβοίῃ Ἡρόδ. 5. 31· Ἐφεσίοισι ὁ αὐτ. 1. 26, πρβλ. 102., 8. 27· τῷ δήμῳ Θουκ. 6. 61· τῇ δημοκρατίᾳ Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 12· οὐδεὶς πώποτε πρότερον ἐπέθετο τῇ τοῦ δήμου καταλύσει πρίν..., ἐπεχείρησε τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας πρίν..., Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 65. 5· τῇ τυραννίδι Λυκοῦργ. 165. 27· ὠφελοῦμαι ἐκ τῆς περιστάσεως νὰ ἐπιτεθῶ, ἐπιθέσθαι ταῖς ἀλλήλων ἁμαρτίαις Ἰσοκρ. 15Β· οὐκ ἐπέθεντο τοῖς ἀτυχήμασιν, ἀλλ’ ἀνθρωπίνως ἐπεκούφισαν Δημ. 643. 10· ἀπολ., ἐπιτίθεμαι, κάμνω ἐπίθεσιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 5. 3) ἀπολ., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε, ἤσκει δικαιοσύνην μετ’ ἐγκαρτερήσεως, ἐπιμονῆς, Ἡρόδ. 1. 96, πρβλ. 6. 60. IV. ἐπιφέρω εἰς ἐμαυτόν, τόδ’ ἐπέθου θύος, δημοθρόους τ’ ἀράς; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1409· ἐπιβάλλω, θάνατον ζημίαν ἐπέθεντο Θουκ. 2. 24· καὶ φόβον ἐπιτίθεσθαι τῷ μὴ ποιοῦντι τὰ παραγγελλόμενα Ξεν. Κύρ. 4. 5. 41. V. διατάττω τινά, φὰς Ἀστυάγεα εἶναι τὸν ταῦτα ἐπιθέμενόν μοι Ἡρόδ. 1. 111· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., 3. 63. VI. δίδω ὄνομα, οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ’ ἀνθρώπων... ἀλλ’ ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες Ὀδ. Θ. 554. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 471, ἔνθα ἐπεθέμην, οὐχὶ ἐπετέθην, καὶ τὸν αὐτὸν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 370.

English (Autenrieth)

fut. ἐπιθήσω, aor. ἐπέθηκα, imp. ἐπίθες, opt. ἐπιθείη, 2 pl. -θεῖτε: put or place to or upon, add, Il. 7.364; of putting food on the table, Od. 1.140; a veil on the head, Od. 5.314; the cover on a quiver, Od. 9.314; a stone against a doorway, Od. 9.243; and regularly of ‘closing’ doors (cf. ‘pull the door to’), Il. 14.169, Od. 22.157, cf. Il. 5.751, Il. 8.395, Od. 11.525; metaph., θωήν, ‘impose’ a penalty, Od. 2.192; μύθῳ τέλος, ‘give fulfilment,’ Il. 19.107.

English (Slater)

ἐπῐτῐθημι put upon c. acc. & dat. τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἢ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (zeugma) (O. 13.22) ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος αἰγλάεντα τίθησι κόσμον sc. upon the horses (P. 2.9)

Spanish

poner, colocar

English (Strong)

from ἐπί and τίθημι; to impose (in a friendly or hostile sense): add unto, lade, lay upon, put (up) on, set on (up), + surname, X wound.

English (Thayer)

3rd person plural ἐπιτιθεασι (Winer's Grammar, § 14,1b.; Buttmann, 44 (38); Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 505; Kühner, i., p. 643; (Jelf, § 274; and on this and following forms see Veitch, see under the words, τίθημι, τιθέω)), imperative ἐπιτίθει (Matthiae, § 210,2,6; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 508; Kühner, § 209,5; (Jelf, § 274obs. 4)); imperfect 3rd person plural ἐπετίθουν (R G), ἐπετίθεσαν, (ibid., L T Tr WH; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 509; Buttmann, 45 (39)); future ἐπιθήσω; 1st aorist ἐπέθηκα; 2nd aorist ἐπεθην, imperative ἐπίθες (ἐπιτίθεμαι); future ἐπιθήσομαι; 2nd aorist ἐπεθεμην; (1st aorist passive ἐπετεθην (R G)); in the Sept. chiefly for נָתַן, שׂוּם and הֵשִׂים;
1. Active:
a. to put or lay upon: τί ἐπί τί, R G L; R G; John 9:(WH text Tr marginal reading), L marginal reading, see below); Winer's Grammar, 318 (298); Buttmann, 261 (224)); τί ἐπί τίνος, the genitive of thing, T Tr WH; ἐν with the dative of thing, L T Tr WH; τήν χεῖρα (or τάς χεῖρας or χεῖρας) ἐπί τινα, WH Tr text ἔθηκεν)); ἐπί τινα πληγάς, calamities, ἐπάνω τίνος, R G; ἐπί τίνος, R G; τί τίνι, L marginal reading, see above); τίνι ὄνομα, τίνι τάς χεῖρας, Buttmann, 233 (201); Winer's Grammar, 288 (270f)), 15; Tr marginal reading αὐτοῦ); τίνι τήν χεῖρα, χεῖρα (R G, χεῖρας or τάς χεῖρας L T Tr WH), τίνι πληγάς, to inflict blows, lay stripes on one, to add to: ἀφαιρεῖν to have put on, bid to be laid on; τί ἐπί τί (Xenophon, Cyril 8,2, 4): τά πρός τήν χρείαν, namely, τίνι, to provide one with the things needed (others, put on board namely, the ship), to lay or throw oneself upon; with the dative of person to attack one, to make an assault on one: Winer's Grammar, 593 (552). Compare: συνεπιτίθημι.)

Greek Monolingual

ἐπιτίθημι (AM) τίθημι
βλ. επιθέτω.

Greek Monotonic

ἐπιτίθημι: μέλ. -θήσω, παρακ. -τέθεικα· το Παθ. κυρίως συμπληρώνεται από το ἐπίκειμαι·
Α. I. Ενεργ., θέτω, βάζω ή τοποθετώ πάνω σε, λέγεται για προσφορές που τίθενται πάνω στον βωμό ή για φαγητά πάνω στο τραπέζι κ.λπ., με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· επίσης, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με αιτ. μόνο, ἐπ. φάρμακα, επιθέτω φάρμακα, βάζω γιατρικά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. στήλην, την τοποθετώ, την στήνω, την υψώνω, σε Ηρόδ.
II. βάζω επάνω κάλυμμα ή πώμα, σε Ομήρ. Οδ.· λίθον ἐπέθηκε θύρῃσιν, δηλ. τοποθέτησε έναν βράχο ως πόρτα στην σπηλιά· κλείνω, φράζω, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ.
III. 1. παρέχω ή δίνω επιπλέον, προσθέτω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για χρόνο, επιφέρω, σε Ομήρ. Οδ.
IV.1. μύθῳ ή μύθοις τέλος ἐπιθεῖναι, βάζω, δίνω ένα τέλος σε αυτά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. βάζω, φορώ ως συμπλήρωμα, ἐπέθηκε κορώνην, στο ίδ.· ἐπ. κεφαλαῖον (βλ. κεφαλαῖον), σε Δημ.
V. επιβάλλω ποινή, θωήν σοι ἐπιθήσομεν, σε Ομήρ. Οδ.· δίκην, ζημίαν ἐπ. τινι, σε Ηρόδ.
VI. όπως το ἐπιστέλλω, στέλνω, αποστέλλω γράμμα, στον ίδ., Δημ.
VII. δίνω όνομα, σε Ηρόδ., Πλάτ. Β. I. Μέσ., βάζω πάνω μου, φορώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. 1. επιδίδομαι, προσηλώνομαι, απασχολούμαι, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. επιχειρώ κάτι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, προσβάλλω, τῇ Εὐβοίῃ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
3. απόλ., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε, ασκούσε δικαιοσύνη με επιμονή και επιμέλεια, σε Ηρόδ.
IV. επιφέρω, προκαλώ στον εαυτό μου, ἀράς, σε Αισχύλ.· επίσης, προκαλώ, προξενώ επιβολή ποινής, σε Θουκ.
V. θέτω εντολές, διατάζω, παραγγέλλω, τί τινι, σε Ηρόδ.
VI. δίνω όνομα, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -θήσω perf. -τέθεικα [the Pass.is mostly furnished by ἐπίκειμαι
A. Act. to lay, put or place upon, of offerings laid on the altar, meats on the table, etc., c. dat., Od., Attic; also c. gen., Il., Hdt.:—c. acc. only, ἐπ. φάρμακα to apply salves, Il.; ἐπ. στήλην to set it up, Hdt.
II. to put on a covering or lid, Od.; λίθον ἐπέθηκε θύρῃσιν, i. e. put a stone as a door to the cave, put it before the door, Od.: to put a door to, shut it, Il., Hom.
III. to put to, grant or give besides, Il.
2. of time, to add, bring on, Od.
IV. μύθῳ or μύθοις τέλος ἐπιθεῖναι to put an end to them, Il.
2. to put on as a finish, ἐπέθηκε κορώνην Il.; ἐπ. κεφαλαῖον (v. sub κεφαλαῖον) Dem.
V. to impose or inflict a penalty, θωήν σοι ἐπιθήσομεν Od.; δίκην, ζημίαν ἐπ. τινί Hdt.
VI. like ἐπιστέλλω, to dispatch a letter, Hdt., Dem.
VII. to give a name, Hdt., Plat.
B. Mid. to put on oneself or for oneself, Il., Eur.
II. to set oneself to, apply oneself to, employ oneself on or in, c. dat., Hdt., Thuc., etc.
2. to make an attempt upon, attack, τῇ Εὐβοίῃ Hdt., Thuc., etc.
3. absol., δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε he practised justice with assiduity, Hdt.
IV. to bring on oneself, ἀράς Aesch.: also to cause a penalty to be imposed, Thuc.
V. to lay commands on, τί τινι Hdt.
VI. to give a name, Od.

Chinese

原文音譯:™pit⋯qhmi 誒披-提帖米
詞類次數:動詞(42)
原文字根:在上-安置 相當於: (סָמַךְ‎) (שׂוּמָה‎ / שִׂים‎)
字義溯源:按手,按,安,戴,搭,擱,打,扛,負,放,抹,加,加給,加添,按著,按於,設立,送來,下手,穿戴,安牌子,把⋯放,起名叫;由(ἐπί)*=在⋯上)與(τίθημι)*=設立,安放)組成。這字表示普通的穿戴,安放( 太27:29,37)之外,也表示 1)設立( 徒6:6);
2)分賜聖靈( 徒8:17);3)分賜恩賜( 提前4:14; 提後1:7);4)禱告祝福( 太19:13,15)
5)治病趕鬼( 太9:18; 可7:32)
同源字:1) (ἐπίθεσις)按 2) (ἐπιτίθημι)按手 3) (τίθημι)設立
出現次數:總共(39);太(7);可(8);路(5);約(2);徒(14);提前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 按(14) 太9:18; 可6:5; 可7:32; 可8:23; 可8:25; 可16:18; 路4:40; 徒6:6; 徒9:12; 徒9:17; 徒13:3; 徒19:6; 徒28:8; 提前5:22;
2) 他⋯按(2) 太19:13; 太19:15;
3) 起⋯叫(2) 可3:16; 可3:17;
4) 送了來(1) 徒28:10;
5) 放(1) 徒28:3;
6) 要把⋯放(1) 徒15:10;
7) 加添(1) 啓22:18;
8) 加(1) 啓22:18;
9) 你⋯按(1) 可5:23;
10) 下手(1) 徒18:10;
11) 我⋯按(1) 徒8:19;
12) 他⋯抹(1) 約9:15;
13) 加給(1) 徒15:28;
14) 安一個牌子(1) 太27:37;
15) 戴(1) 太27:29;
16) 擱(1) 太23:4;
17) 搭(1) 太21:7;
18) 打(1) 路10:30;
19) 按著(1) 路13:13;
20) 他們按(1) 徒8:17;
21) 戴在(1) 約19:2;
22) 負(1) 路23:26;
23) 扛(1) 路15:5;
24) 打了(1) 徒16:23

Léxico de magia

poner, colocar ὄρνιθος γλῶσσαν ὑποκάτω χελυνίων ἐπίθες αὐτῆς ἢ ἐπὶ καρδίαν pon bajo sus labios o sobre el corazón una lengua de pájaro P LXIII 10 c. dat. λιβάνου χόνδρον ἐπιτιθέντος <σου> τῇ θρυαλλίδι τοῦ λυχνοῦ poniendo un grano de incienso en la mecha de la lámpara P II 13 ἐμπλάσας (τὸ δέρμα) ἐπίθες τῷ κροτάφῳ emplasta el pergamino y póntelo en la frente P VII 202 ἐπίθες καὶ λίβανον τοῖς ἐν λεπίδι ἀργυρᾷ χαρακτῆρσι pon también incienso sobre los signos que hay en una lámina de plata P XXXVI 277 c. ἐπί y ac. σὺ δὲ εὐθέως ἐπίθες δεξιὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸ στόμα καὶ λέγε tú pon inmediatamente el dedo índice de la mano derecha en la boca y di P IV 557 πρώτῃ μὲν ἡμέρᾳ ἐπιτιθέντος σου αὐτὸν ἐπὶ τὴν τράπεζαν en el primer día, tras haberlo puesto sobre la mesa (ref. a una estatuilla de Eros) P XII 26 ἐπίθες ἐπὶ τὸν λύχνον τὸν πόδα ἱπποποταμίου καὶ λέγε τὸ ὄνομα pon sobre la lámpara la pata del hipopótamo y di el nombre P XIII 317 c. εἰς y ac. ἐπίγραφε τὸ ὄνομα τοῦ Ἑρμοῦ εἰς χάρτην καὶ ἐπιτίθει εἰς τὸ γλωσσόκομον escribe en un rollo de papiro el nombre de Hermes y ponlo en el estuche P VIII 56 ἐπιτίθει εἰς τὸν βωμὸν τὰ ἀποπνιγέντα σὺν ἀρώμασιν παντοίοις coloca sobre el altar los animales estrangulados junto con hierbas aromáticas de todo tipo P XII 34 c. ἐπί y dat. ποίησον κέρατα δʹ, ἐφ' οἷς ἐπιτίθης ξύλα κάρπιμα haz cuatro cuernos, sobre los que has de colocar madera de árboles frutales P XII 29

Lexicon Thucydideum

imponere, to impose, 2.52.4,
similiter similarly 6.71.1. 6.101.3. 7.36.2,
indicere, statuere, to proclaim, establish (poenam punishment), 8.67.2,
MED. idem, the same 2.24.1,
MED. adoriri, aggredi, to attack, assail (hostem enemy), 1.64.1, [depravati codd. corrupted manuscripts ἐπιθῶνται]. 1.113.2, 2.3.2. 2.33.3, 2.79.5. 2.83.2. 3.19.2. 3.39.3. 3.39.6, [multi codd. many manuscripts ὑμῖν] 3.66.2. 3.72.2, 3.94.3, 3.103.2, 4.1.3. 4.71.1, [Bekk. Goell. Bekker Goeller edition ἐπιθῆται, cf. Popp. adn. compare Poppo's note] 4.80.3. 5.8.2, 5.76.2, 5.82.2, 5.91.1. 6.11.4, [Bekk. Bekker's edition ἐπιθεῖντο]. 6.34.5, [Bekk. iterum Bekker again ἐπιθείμεθ\'] 6.61.1, 6.61.3, 6.95.2, 7.29.3. 7.41.4,
similiter similarly 7.50.3. 8.51.1, 8.51.2. 8.73.2, 8.73.3, 8.73.6.
admovere manum, aggredi, to set hand to, undertake (inceptum undertaking), 8.42.4.