γλωσσοκομείον

From LSJ
Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

γλωσσοκομεῖον και γλωττοκομεῖον, το (Α) γλωσσόκομον
1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών
2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος του σώματος
3. το γυναικείο αιδοίο.