πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
μαιώτης: -ου, ὁ, ἴδε Μαιῶται ΙΙ.
ου (ὁ) :sorte de poisson.Étymologie: Μαιώτης.