στοιχειόω

Revision as of 21:45, 19 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

English (LSJ)

instruct in the basic principles (στοιχεῖα), Chrysipp.Stoic.2.39, Phot.:—Pass., -ωθήσεται will be instructed, Ael.Tact. Prooem.5, cf. Ath.Mech.5.5.

German (Pape)

[Seite 946] die Anfangsgründe lehren, Chrysipp. bei Plut. de stoic. repugn. 10.

French (Bailly abrégé)

στοιχειῶ :
assigner ou admettre comme éléments.
Étymologie: στοιχεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχειόω: διδάσκω τὰ πρῶτα στοιχεῖα, καταρτίζωδιδάσκω στοιχειωδῶς, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1036Α. - Παθητ., ἀσκοῦμαι, παιδεύομαι, Ἐκκλ. ΙΙ. μαγεύω, «στοιχειώνω», Τζέτζ. εἰς Ἰλ. σ. 93. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 42.

Russian (Dvoretsky)

στοιχειόω: полагать в качестве основ, считать первоначалами (τὰ ἐναντία Plut.).