Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
και ολόγδυμνος, -η, -ο (ΑΜ ὁλόγυμνος, -ον)εντελώς γυμνός, κατάγυμνος.