(πιπράσκω) sell, LXX To.1.7.
vender τὴν δευτέραν δεκάτην LXX To.1.7.
ἀποπρᾱτίζομαι: ἀποθ. (πιπράσκω) πωλῶ, Ἑβδ. (Τωβ. α΄, 7).