μεγαλότολμος

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

μεγαλότολμον, greatly adventurous, J.AJ5.1.29, App.Syr.10 (Comp.), Luc.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 107] Großes wagend, kühn, Luc. Alex. 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une grande hardiesse, audacieux.
Étymologie: μέγας, τόλμα.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλότολμος: исполненный великой отваги, весьма смелый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλότολμος: -ον, ὁ μεγάλα τολμῶν, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Λουκ. Ἀλέξ. 8· ― Ἐπίρρ. -μως, Νικήτ. Παφλ. Ἐγκ. εἰς Ἅγ. Εὐστ. σ. 54.

Greek Monolingual

μεγαλότολμος, -ον (Α)
πολύ τολμηρός, ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
μεγαλοτόλμως (Μ)
με μεγάλη τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + τόλμη.

Greek Monotonic

μεγᾰλότολμος: -ον (τόλμα), πολύ τολμηρός, σε Λουκ.

Middle Liddell

μεγᾰλό-τολμος, ον τόλμα
greatly adventurous, Luc.