κέρασμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A mixture, Zeno Stoic.1.36; μελῶν Iamb.VP15.64 (pl.). 2 drink poured out (cf. κεράννυμι 1.1), IGRom.4.696 (Hieropolis); οἴνου ἀκράτου κ. LXX Ps.74(75).8. 3 mixed disease, Gal.9.675.
ατος, τό,
A mixture, Zeno Stoic.1.36; μελῶν Iamb.VP15.64 (pl.). 2 drink poured out (cf. κεράννυμι 1.1), IGRom.4.696 (Hieropolis); οἴνου ἀκράτου κ. LXX Ps.74(75).8. 3 mixed disease, Gal.9.675.