κέρασμα

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρασμα Medium diacritics: κέρασμα Low diacritics: κέρασμα Capitals: ΚΕΡΑΣΜΑ
Transliteration A: kérasma Transliteration B: kerasma Transliteration C: kerasma Beta Code: ke/rasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A mixture, Zeno Stoic.1.36; μελῶν Iamb.VP15.64 (pl.).
2 drink poured out (cf. κεράννυμι 1.1), IGRom.4.696 (Hieropolis); οἴνου ἀκράτου κ. LXX Ps.74(75).8.
3 mixed disease, Gal.9.675.

German (Pape)

[Seite 1422] τό, das Gemischte, bes. Mischtrank, Hippocr. u. Sp., bes. von gemischtem Wein.

Greek (Liddell-Scott)

κέρασμα: τό, μεμιγμένον τι, μῖγμα, μελῶν Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 132· ― μεμιγμένον ποτόν, οἷονκυκεών, Γαλην.· ἔτι καὶ οἴνου ἀκράτου κ. Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΔ΄, 8)· ― παρὰ μεταγεν., κύπελλον πλῆρες οἴνου ἕτοιμον πρὸς πόσιν, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 375. 4.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κέρασμα) κεράννυμι
νεοελλ.
1. προσφορά κρασιού, άλλου ποτού ή γλυκίσματος
2. μοίρασμα κρασιού στα ποτήρια
3. φιλοδώρημα σε χρήμα
μσν.
κύπελλο γεμάτο κρασί
αρχ.
1. μίγμα, κράμα
2. κράμα από διάφορα ποτά
3. ασθένεια που προέρχεται από διάφορες αιτίες.