ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.