πρόσσταλσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, reduction, contraction, τῆς γαστρός Paul. Aeg.1.97.
Greek Monolingual
-άλσεως, ἡ, Α προσστέλλω
συστολή («τῆς γαστρὸς πρόσσταλσίς», Παύλ. Αιγ.).
-εως, ἡ, reduction, contraction, τῆς γαστρός Paul. Aeg.1.97.
-άλσεως, ἡ, Α προσστέλλω
συστολή («τῆς γαστρὸς πρόσσταλσίς», Παύλ. Αιγ.).