προσστέλλω
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
A bring close to, καρχησίῳ τὸ κέρας Luc.Am.6:—Med., keep close to, τοῖς ὀρεινοῖς, of a general, Plu.Sull.19.
2 tuck in, τοὺς μηρούς prob. in Arist.IA713a22.
II Pass., to be tight-drawn, be close tucked in, προσεσταλμένος, of an abscess which does not project, Hp.Prog.7; προσστέλλεται τῷ χρωτὶ τὸ δέρμα Gal.18(2).599; ἰσχία ἔνδοθεν προσεσταλμένα loins drawn or tucked up, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Poll.5.58; κοιλία πλατεῖα καὶ π., ἰσχίον π., Arist.Phgn.807a34, 37; ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου.. προσεσταλμένη μᾶλλον lying closer to the skin, Id.HA630a25; αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις π. Luc.Am.14; αἰδοῖον, τιτθοὶ π., Gal.8.451,452; φύλλα Dsc.4.88; προστείλας (leg. προσστ-) τὰ ἄρθρα reducing swellings in the joints, Philagr. ap. Aët. 12.49.
2 metaph., to be orderly, modest, ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία Pl.Grg. 511d.
III v. προστέλλω.
German (Pape)
[Seite 780] eigtl. ein Kleid fest anlegen; χιτὼν προσεσταλμένος, ein glatt, fest anliegendes Gewand, im Gegensatz des faltenreichen, bauschigen; dah. übh. glatt, fest anliegend, χαίτη, Arist. H. A. 9, 45; u. übertr., schlicht, sich nicht brüstend, bescheiden, ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία, Plat. Gorg. 511 d; aber προσεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς Plut. Sull. 19 ist = er lehnte sich an die Berge.
French (Bailly abrégé)
serrer un vêtement contre le corps;
Moy. προσστέλλομαι s'appuyer contre (les montagnes) en parl. d'une armée, τινι.
Étymologie: πρός, στέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-στέλλω act. causat. dichtbij... brengen, met acc. en dat.:; καρχησίῳ τὸ κέρας προσεστείλαμεν wij hesen de ra naar de masttop [Luc.] 49.6; π. τὰ γυμνά... τῇ... ἀσπίδι de ongedekte zijde onder de dekking van het schild (van een buurman) plaatsen Thuc. 5.71.1; geneesk. samenbrengen, doen samentrekken:; προσστέλλουσι τήν τε σάρκα (hardlopen) doet het vlees samentrekken Hp. Vict. 2.63; pass. perf. aangedrukt zijn tegen, strak zitten om; met dat..; αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις προσεσταλμέναι het vlees dat strak om de botten zit [Luc.] 49.14; abs..; τὰ διαπυήματα... προσεσταλμένα abcessen die niet naar buiten komen Hp. Prog. 7; overdr. samengedrukt, niet veel ruimte innemend:. (ἡ ῥητορική) προσεσταλμένη de retorica is bescheiden Plat. Grg. 511d. med.-pass. dichtbij... komen, met dat.: προσεστέλλετο τοῖς ὀρεινοῖς hij trok zich terug in bergachtig gebied Plut. Sull. 19.2.
Russian (Dvoretsky)
προσστέλλω: приставлять, прилаживать, приделывать (τί τινι Luc.): προσστέλλεσθαι τοῖς ὀρεινοῖς Plut. прислоняться к горам, т. е. располагать войска у подножия гор; προσεσταλμένος τινί Luc. плотно прилегающий к чему-л.; ἡ θρὶξ προσεσταλμένη Arst. гладкая шерсть; ἰσχία προσεσταλμένα Xen. узкие бедра; ἐπιστήμη προσεσταλμένη Plat. скромная (не высокомерная) ученость.
Greek (Liddell-Scott)
προσστέλλω: ἐπιθέτω, προσαρμόζω, καρχησίῳ τὸ κέρας Λουκ. Ἔρωτ. 6· - Μέσ., μένω πλησίον, τοῖς ὀρεινοῖς, ἐπὶ στρατηγοῦ, Πλουτ. Σύλ. 19. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ. πρκμ. προσεσταλμένος (διάφ. γραφ. προεσταλμένος), adstrictus, ἐπὶ ἀποστήματος μὴ εἰς ὀξὺ ἀποκυρτουμένου, Ἱππ. Προγν. 39, πρβλ. Γαλην. 12. 254F· ἰσχία προσεσταλμένα, συνεσταλμένα, συνεσφιγμένα, ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4. 1, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 58· κοιλία πλατεῖα καὶ πρ., ἰσχίον πρ. Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 1· ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου... προσεσταλμένη μᾶλλον, εἶναι μᾶλλον συνεσταλμένη πρὸς τὸ δέρμα, αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 2· αἱ σάρκες ὀστέοις πρ. Λουκ. Ἔρωτες 14· αἰδοῖον, τιτθοὶ πρ. Γαλην. 2)μεταφ., ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία Πλάτ. Γοργ. 511D.
Greek Monolingual
ΜΑ
(η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, -η, -ον
α) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.)
(αρχ)
1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες καρχησίῳ τὸ κέρας προσεστείλαμεν», Λουκιαν.)
2. συστέλλω («προσστέλλω τοὺς μηρούς», Αριστοτ.)
3. (μέσ. και παθ.) προσστέλλομαι
α) (για πρόσ.) έρχομαι κοντά σε άλλους και, κυρίως, συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι κάπου
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μτφ. ανεπιτήδευτος, απλός («ἐπιστήμη προσεσταλμένη και κοσμία», Πλατ.).
Greek Monotonic
προσστέλλω: μέλ. -στελῶ,
I. τοποθετώ πάνω σε, επιθέτω — Μέσ., μένω κοντά, τοῖς ὀρεινοῖς, λέγεται για στρατηγό, σε Πλούτ.
II. στον Παθ. παρακ., είμαι συνεσταλμένος, σφιγμένος, ἰσχίαπροσεσταλμένα, συνεσταλμένα, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -στελῶ
I. to lay upon: Mid. to keep close to, τοῖς ὀρεινοῖς, of a general, Plut.
II. in perf. pass. to be tight-drawn, close tucked in, ἰσχία προσεσταλμένα loins tucked up, of dogs, Xen.