ἐνταλτήριον

From LSJ
Revision as of 21:22, 12 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Spanish (DGE)

-ου, τό orden, mandato Zonar.p.1240.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ ἐνταλτήριος, -ον)
1. (για έγγραφα) αυτός με τον οποίο δίδεται εντολή («ενταλτήρια επιστολή», «ενταλτήριο γράμμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνταλτήριον
το έγγραφο με το οποίο ο επίσκοπος παραχωρεί σε ιερέα την άδεια να εξομολογεί.