ἐνταλτήριον
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
Spanish (DGE)
-ου, τό orden, mandato Zonar.p.1240.
Greek Monolingual
-α, -ο (Μ ἐνταλτήριος, -ον)
1. (για έγγραφα) αυτός με τον οποίο δίδεται εντολή («ενταλτήρια επιστολή», «ενταλτήριο γράμμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνταλτήριον
το έγγραφο με το οποίο ο επίσκοπος παραχωρεί σε ιερέα την άδεια να εξομολογεί.