κακόανδρος
English (LSJ)
Greek Monolingual
κακόανδρος, -ον (Α)
άνανδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δείλανδρος, φίλανδρος].
κακόανδρος, -ον (Α)
άνανδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δείλανδρος, φίλανδρος].