ὁποῖος

Revision as of 19:49, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

α, ον, Ep. ὁπποῖος, η, ον, Hom., but twice ὁποῖος, Od.17.421,19.77 ; Ion. ὁκοῖος, η, ον, Archil.70, Hdt.2.82, al., GDIivp.883 (Erythrae, iv B. C.); Cret. ὀτεῖος (q. v.): correlat. to ποῖος: replaced by οἷος in Att. Inscrr. after 300 B.C. :    1 as Relat., of what sort or quality, ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις as [is] the word thou hast spoken, such shalt thou hear again, Il.20.250 ; τοίῳ ὁποῖος ἔοι such as he might be, Od.17.421 ; οὔθ' οἷ' ἔπασχεν οὔθ' ὁποῖ' ἔδρα κακά S.OT1272.    2 in indirect questions, Od.1.171, etc. ; εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος A.Pr.475 : in direct questions only as f.l. in E.Ph.878,Ba.663 : sts. folld. by ποῖος in the same clause, οὐ γὰρ αἰσθάνομαί σου ὁποῖον νόμιμον ἢ ποῖον δίκαιον λέγεις X.Mem.4.4.13 ; οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ Pl.R.414d.    II with indefinite words added, ὁποῖός τις Th.7.38, X.An.2.2.2 ; ὁκοῖόν τι Hdt.1.158 ; γιγνομένων ὁποῖοί τινες ἔτυχον Arist.Pol.1286b24 ; so in Hom., ὁπποῖ' ἄσσα of what sort, for ὁποῖά τινα, Od.19.218 ; ὁποῖ' ἄττα Pl.Grg.465a ; ὁποιοσοῠν of what kind soever, Id.Tht.152d, al. ; ὁποῖος δή, δήποτε, δηποτοῦν, and οὖν δή, as ὁποία δὴ φλέψ X.HG5.4.58 ; τοὺς ὁποιουσδήποτε . . ἐξεπέμπετε στρατηγούς D.18.146 : gen., ὁποίου τινὸς οὖν X.Cyr.2.4.10: acc. fem., ὁποιαντινοῦν Lys.13.11 ; ὁποῖόσπερ A.Ch.669 ; ὁποιοσποτοῦν Arist.Ph.253b23 ; ὁποιοσδητισοῦν Iamb. ap. Simp.in Ph.639.30 ; πόλιν . . οὐδ' ὁποίας ἥττω inferior to none, Plb.4.65.3 ; οὔτ' ἄλλους οὐδ' ὁποίους Theopomp.Hist.217 (c) ; μηδὲ καθ' ὁποῖον τρόπον SIG672.14 (Delph., ii B. C.) ; μηδ' ὁτίη or μηδοτίη, v. μηδοτίη.    III neut. pl. used as Adv., like as, S.OT915, 1076, E.Hec.398.    IV Adv. ὁποίως, qualiter, Gloss.

German (Pape)

[Seite 361] ep. ὁπποῖος, correlat. zu ποῖος, relativ u. indirect fragend, wie beschaffen, von welcher Art, was für Einer; ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις, Il. 20, 250; ἀλήτῃ τοίῳ, ὁποῖος ἔοι, Od. 17, 421. 19, 77; fragend, 1, 171. 14, 188; ὁποίαν παγάν, ἀρετάν, Pind. P. 4, 298 N. 4, 41; ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος, Aesch. Prom. 473; εἰπὼν ὁποῖα ξύμφορα, sc. τοιαῦτα, Soph. O. C. 1349, öfter; mit ἄν u. conj., ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρῃ, γενήσεται, was auch immer dir zuträglich sein sollte, Phil. 655, wie Xen. πράττετε, ὁποῖον ἄν τι ὑμῖν οἴησθε μάλιστα συμφέρειν, An. 2, 2, 2, vgl. 7, 3, 37; adverbial, ὁποῖα, wie, Eur. Rhes. 398; οὐκ οἶδα, ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ, Plat. Rep. III, 414 d, u. öfter dem ποῖος in einem andern Satzgliede entsprechend; vgl. Gorg. 500 a Alc. I, 111 e; ὁπ οῖός τις, wie nur immer, Prot. 327 a; ὄντα ὁποῖός τις ἔτυχε, Gorg. 512 d; χρῆσθαι ἡμῖν αὐτοῖς ὁπ οῖοί τινές ἐσμεν, Theaet. 171 d; ὁποῖος δήποτε, qualiscunque, Luc. Hermot. 45; – οὐδ' ὁποῖος, auch nicht, wie immer beschaffen er, es sei, Pol. 4, 65, 3, öfter. – Das adv. ὁποίως ist selten. – [Bei den attischen Dichtern ist die mittlere Sylbe zuweilen kurz, Seidler de vers. dochm. p. 101.]