ὁπποῖος

English (LSJ)

Epic for ὁποῖος.

German (Pape)

[Seite 363] ep. = ὁποῖος, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

ὁπποῖος: эп. = ὁποῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπποῖος: ὁππόσε, ὁππόσος, Ἐπικ. ἀντὶ ὁποῖος, ὁπόσε, ὁπόσος.

English (Autenrieth)

indirect interrog., of what sort, Od. 1.171; ὁποἶ ἄσσα (ὁποῖά τινα), ‘about what sort’ of garments, Od. 19.218; also rel., like οἷος, correl. to τοῖος, Υ 2, Od. 17.421.

Greek Monolingual

ὁπποῖος, -ίη, -ον (Α)
(επικ. τ.) (αντων.) βλ. οποίος.

Greek Monotonic

ὁπποῖος: ὁππόσε, ὁππόσος, Επικ. αντί ὁποῖος κ.λπ.