ἀπερείσιος
English (LSJ)
ον,
A = ἀπειρέσιος (q.v.); ἀπερείσι' ἄποινα countless ransom, Il.1.13, al.; ἕδνα 16.178; δῶρα A.R.1.419; ἄλγος AP7.363.
German (Pape)
[Seite 287] ep. = ἀπειρέσιος, Hom. oft ἀπερείσι' ἄποινα, z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.