ἄποινα
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
τά, (by haplology for ἀπόποινα (ποινή), cf.
A ἀπετίνυτο ποινήν Il.16.398; τὰ χρήματα ἄποινα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί D.23.33):
I Hom. (only in Il.), ransom or price paid, whether to recover one's freedom when taken prisoner, φέρων ἀπερείσι' ἄ. Il.1.13; οὐκ ἀπεδέξατ' ἄ. ib.95,al., cf. Hdt.6.79; or to save one's life, Il.6.46, 10.380, al., Thgn.727; or for the corpse of a slain friend, ὃς ἄποινα φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Il.24.139: freq. with genitive of the person ransomed, ἄποινα κούρης, ἄποινα υἷος, ransom for them, 1.111, 2.230; νεκροῖο δὲ δέξαι ἄ. 24.137.
II generally, atonement, compensation, penalty, ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ' ἀπερείσι' ἄ. 9.120, cf. Hdt.9.120; ὕβρεως ἄποινα, μιασμάτων ἄποινα, for violence, etc., A.Pers.808, Ag.1420, cf. 1670, E.Ba.516, Alc.7; in IT 1459 τῆς σῆς σφαγῆς ἄ. prob. redemption, rescue from death.—Rare in Prose, ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Pl.Lg.862c, cf. Hdt. l.c., Parth.8. 5.
2 in good sense, recompense, reward, freq. c. gen., ἄποιν' ἀρετᾶς Pi.P.2.14, cf. O.7.16, al.: in sg., τοῦτο γὰρ ἀντ' ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον IG14.1389i10.
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Prosodia: [ᾰ]
• Morfología: [sg. ἄποινον IUrb.Rom.1155.10]
1 rescate de un prisionero φέρων τ' ἀπερείσι' ἄ. Il.1.13, οὐκ ἀπεδέξατ' ἄ. Il.1.95, αὐτῶν ἔχειν τὰ ἄ. Hdt.6.79, τὴν θυγατέρα λῦσαι δεξαμένους ἄποινα Pl.R.393e, para salvar la propia vida σὺ δ' ἄξια δέξαι ἄποινα Il.6.46, τῶν (χρυσός, σίδηρος) κ' ὔμμιν χαρίσαιτο πατὴρ ἀπερείσι' ἄ. Il.10.380, οὐδ' ἂν ἄποινα διδοὺς θάνατον φύγοι Thgn.727, cf. 1187, Sol.14.9
•rescate de un cadáver ὃς ἄποινα φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Il.24.139, c. gen. de la persona rescatada κούρης ἄ. Il.1.111, υἷος Il.2.230, νεκροῖο Il.24.137, τῆς γυναικός Parth.8.5, cf. ἄποινα· λύτρα, ἃ δίδωσί τις ὑπὲρ φόνου ἢ σώματος Sol.Lg.12, cf. Hsch.
2 en gener. compensación ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ' ἀπερείσι' ἄ. Il.9.120, ἄποινά μοι τάδε ἐθέλω ἐπιθεῖναι Hdt.9.120, c. gen. obj. ὕβρεως ἄ. A.Pers.808, μιασμάτων A.A.1420, ἴσθι μοι δώσων ἄποινα τῆσδε μωρίας χάριν A.A.1670, τῶνδε E.Alc.7, τῶνδ' ἄ. ὑβρισμάτων E.Ba.516, τῆς σῆς σφαγῆς E.IT 1459, τὸ δὲ ἀποίνοις ἐξιλασθὲν el apaciguamiento con compensaciones Pl.Lg.862c
•recompensa ἀρετᾶς Pi.P.2.14, πυγμᾶς Pi.O.7.16, εὐκλέων ἔργων Pi.I.3.7, τοῦτο γὰρ ἀντ' ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον IUrb.Rom.l.c.
• Etimología: Forma haplológica por *ἀπό-ποινα, cf. ποινή.
German (Pape)
[Seite 304] ων, τά, (verwandt ποινή, φόνος, φόνιος, πέφνειν; die Natur des α zweifelhaft), Lösegeld, für Kriegsgefangene, Hom. oft, nur in der Ilias, gen. ἀποίνων 11, 106, sonst immer in der Form ἄποινα; τινός, Lösegeld für Jem., υἷος ἄπ. Iliad. 2, 230, κούρης ἄπ. 1, 111; νεκροῖο ἄποινα, für die Auslieferung des Leichnams, 24. 137; ἀγλαὰ ἄπ. 1, 23. 111, ἀεικέα ἄπ. 24, 594, ἄξια ἄπ. 6, 46, ἀπερείσια ἄπ. 1, 13, εἰκοσινήριτα ἄπ. 22, 349; überh. Entschädigung, Ersatz 9, 120. 19, 138. In Solons Gesetzen: Blutgeld für einen Erschlagenen, um die Blutrache der nächsten Verwandten abzukaufen, vgl. Plat. Legg. IX, 862 c. – Vergeltung, ὕβρεως, μιασμάτων, Aesch. Pers. 794; Ag. 1394; auch im guten Sinne, Belohnung, Preis, ἁρετᾶς, εὐκλεῶν ἔργων, νίκας, Pind. P. 2, 14 I. 3, 7. 7, 4. – Auch in Prosa, Her. 4, 79. 9, 120; Plat. Rep. III, 393 e u. sonst, obwohl es Th. Mag. für poetisch erkl.; Dem. 23, 33 sagt: ἄποινα τὰ χρήματα ὠνόμαζον οἱ παλαιοί Davon
French (Bailly abrégé)
ῶν (τά) :
rançon ; τῆς σῆς σφαγῆς ἄποινα EUR comme rachat de ton immolation, pour tenir lieu de ton sang non versé ; en gén. expiation.
Étymologie: ἀ, ποινή.
Russian (Dvoretsky)
ἄποινα: τά
1 искупительная плата за убийство, вира Plat.;
2 выкуп Hom., Her., Eur.;
3 искупление, возмездие Hom., Aesch., Eur., Plat.;
4 воздаяние, награда Pind., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄποινα: -ων, τά: (πιθανῶς ἐκ τοῦ α εὐφων., ποινὴ καὶ ἑπομένως σχεδὸν = ποινή, ποιναί· πρβλ. τὴν φράσιν, τὰ χρήματα ἄποινα ὠνόμαζον οἱ παλαιοὶ Δημ. 630, ἐν τέλ.: Ι. παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.), πολὺ ὅμοιον τῷ λύτρα, εἴτε πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας αἰχμαλωτισθέντος, ὡς φέρων ἀπερείσι’ ἀπ. Ἰλ. Α. 13· οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄπ. αὐτόθι 95, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 6. 79· εἴτε ὡς τὸ ζωάγρια, ὅπως ἐξαγοράσῃ τις τὴν ἑαυτοῦ ζωήν, Ἰλ. Ζ. 49, Κ. 380, κτλ., πρβλ. Θέογν. 727· ἢ πρὸς ἀνάκτησιν τοῦ νεκροῦ σώματος φονευθέντος φίλου, ὅς ἄπ. φέροι καὶ νεκρὸν ἄγοιτο Ἰλ. Ω. 139· - συχνάκις μετὰ γεν. τοῦ ἐξαγοραζομένου προσώπου, ἄποινα κούρης, υἷος, λύτρα διὰ τὴν κόρην, διὰ τὸν υἱόν, Α. 111, Β. 230· νεκροῖο δὲ δέξαι ἄπ. Ω. 137. ΙΙ. καθόλου, ἐξιλέωσις, ἀποζημίωσις, ποινή, ἄψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ’ ἀπερείσι’ ἄπ. Ι. 120, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 120: ἰδίως κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Σόλωνος, τὸ πρόστιμον τὸ ὀφειλόμενον ὑπὸ τοῦ φονέως εἰς τὸν πλησιαίτατον συγγενῆ ὡς τὸ παλαιὸν Σκανδιναυικὸν καὶ Σαξονικὸν weregild, Πλάτ. Νόμ. 862C· ὕβρεως, μιασμάτων, μωρίας ἀπ. διὰ βίαν, ὕβριν, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 808, Ἀγ. 1420, 1670, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 516, Ἄλκ. 7· ἐν Ι. Τ. 1459 τῆς σῆς σφαγῆς ἄποινα πιθ. σημαίνει ἀπολύτρωσιν, διάσωσιν ἀπὸ τοῦ θανάτου, σπάνιον παρὰ πεζοῖς· ἀποίνοις ἐξιλασθῆναι Πλάτ. Νόμ. 862C, πρβλ. Πολ. 393Ε. 2) ὁ Πίνδ. πολλάκις μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταμοιβή, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., μετὰ γεν. ἀνταμοιβή, ἀμοιβὴ δια.., ἄποιν’ ἀρετᾶς Π. 2. 26: - καθ’ ἑνικὸν ἀριθμ., τοῦτο γὰρ ἀντ’ ἀγαθοῖο νόου εἴληχεν ἄποινον Συλλογ. Ἐπιγρ. 6280Β. 10.
English (Autenrieth)
ων (ποινή): ransom, recompense, satisfaction; τινός, ‘for one,’ Il. 1.111, etc.
English (Slater)
ᾰποινα (τά) reward ἔργοις δε καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (N. 7.16) acc. pro prep. c. gen., in reward for ὄφρα ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα (O. 7.16) ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς (P. 2.14) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε (I. 8.4)
Greek Monolingual
ἄποινα, τα (Α)
1. δώρα ή χρήματα για την απελευθέρωση προσώπου, λύτρα
2. χρηματική αποζημίωση
3. (αττ. δίκαιο) το πρόστιμο που οφείλει ο φονιάς στον πλησιέστερο συγγενή του φονευθέντος
4. η ανταμοιβή για κάτι («ἄποιν ἀρετᾱς», Πίνδαρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < από-ποινα, με συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία. Ο τ. από-ποινα κατά το απο-τίνω, σύμφωνα με το πρότυπο ποινή: τίνω.
Greek Monotonic
ἄποινα: -ων, τά (α αθροιστικό ή ευφωνικό και ποινή)·
I. λύτρα ή αντίτιμο που καταβάλλεται είτε για την ανάκτηση της ελευθερίας είτε για την εξαγορά της ζωής κάποιου ή για την απόδοση της σορού ενός φίλου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ἄποινα κούρης νἷος, λύτρα για την απελευθέρωση ή τη διασφάλιση της ζωής της κόρης ή του γιου κάποιου, στο ίδ.
II. γενικά, αποζημίωση, ανταπόδοση, ανταμοιβή, εξιλέωση για κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.pl.
Meaning: ransom, fine (Il.)
Other forms: sg. ἄποινον (IG 14, 1389, 1, 10).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Haplological for *ἀπόποινος, from ἀποτίνω after ποινή: τίνω.
Middle Liddell
[α copulat., or a_euphon, ποινή
I. a ransom or price paid, whether to recover freedom or to save one's life or to redeem the corpse of a friend, Il.; c. gen., ἄποινα κούρης, υἷος ransom for them, Il.
II. generally, compensation, requital, recompense for a thing, c. gen., Aesch., Eur.
Frisk Etymology German
ἄποινα: {ápoina}
Grammar: pl.
Meaning: Wergeld, Lösegeld, Buße (vorw. poet. seit Il.), sg. ἄποινον metr. Inschr. (IG 14, 1389, 1, 10).
Derivative: Denominatives Verb ἀποινάω, -άομαι Wergeld fordern (Lex ap. D. 23, 28, E. Rh. 177).
Etymology: Haplologische Substantivierung von *ἀπόποινος, zu ἀποτίνω gebildet nach Muster des Paares ποινή: τίνω. Vgl. Fick BB 18, 136; 138.
Page 1,123
English (Woodhouse)
amends, atonement, compensation, penalty, punishment, retaliation, retribution, vengeance
Mantoulidis Etymological
(=αὐτά πού κρατοῦν μακριά τήν ποινή, τά λύτρα). Σύνθετο ἀπό τό α εὐφων. + ποινή. Προῆλθε ὕστερα ἀπό ἁπλοποίηση τοῦ ἀπόποινα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀποινάω -ῶ (=ζητῶ τό πρόστιμο πού μοῦ χρωστᾶ ὁ φονιάς).
Translations
ransom
Arabic: فِدْيَة; Armenian: փրկագին, փրկանք; Belarusian: выкуп; Bulgarian: откуп; Catalan: rescat; Chinese Cantonese: 贖金/赎金; Mandarin: 贖金/赎金; Czech: výkupné; Danish: løsesum; Dutch: losgeld; Finnish: lunnaat, lunnasraha; French: rançon; Georgian: გამოსასყიდი; German: Lösegeld; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃; Greek: λύτρα; Ancient Greek: ἀντίλυτρον, ἄποινα, ἀπολύτρωσις, διαλύτρωσις, ἐκλύτρωσις, ἐξαγορασία, ἐξίλασμα, λύσις, λύτρα, ποινή; Hebrew: כּוֹפֵר; Hindi: फिरौती; Hungarian: váltságdíj; Icelandic: lausnargjald, lausnarfé; Indonesian: tebusan; Italian: riscatto; Japanese: 身代金; Korean: 몸값; Latin: pretium; Macedonian: откуп; Malay: tebusan; Norwegian Bokmål: løsepenger; Persian: فدیه; Polish: okup; Portuguese: resgate; Russian: выкуп; Serbo-Croatian Cyrillic: откупнина; Roman: otkupnina; Slovak: výkup, výkupné; Slovene: odkupnina; Spanish: rescate; Swahili: fidia; Swedish: lösen, lösensumma; Tagalog: pantubos, panubos; Thai: ไถ่ตัว; Turkish: fidye; Ukrainian: викуп