ἐπιπνέω
English (LSJ)
Ep. ἐπι-πνείω (as always in Hom., cf. Call.Del.318, A.R.3.937),
A breathe upon, blow freshly upon, περὶ δὲ πνοιὴ . . ζώγρει ἐπιπνείουσα Il.5.698; τινί on one, Ar.V.265; blow fairly for, νηῦς... ᾗ . . οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od.4.357: abs., εἰς ὅ κε . . ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9.139; ἄνεμος . . ἥδιστος ἐπέπνει Plu.Sert.17, etc. 2. blow furiously upon, τινί Hdt.3.26: metaph., μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ . . Ἄρης A.Th.343 (lyr.), cf. S.Ant.136 (lyr.). 3. c.acc., blow over, θάλασσαν Hes. Th.872; ἀγρούς Luc.Charid.1. 4. c.acc.cogn., blow forth, πυρὸς σέλας A.R.3.1327. 5. blow afterwards, Arist.Pr.945b1. 6. blow against, of one wind against another, Thphr.Vent.53. II. metaph., 1. excite, inflame against, Ἀργείοις Σπαρτῶν γένναν E. Ph.794 (lyr.); στρατὸν αἵματι to slaughter, ib.789 (lyr.). 2. inspire into, grant, Μουσῶν προφῆται ἐπιπεπνευκότες ἡμῖν τὸ γέρας Pl. Phdr.262d; ὄλβον Orph.H.84.8. 3. favour, λαμπρᾶς ἐπιπνεούσης τῆς τύχης, metaph. from the wind, Plb.11.19.5: c.acc., of love, A.R.3.937, Nonn.D.3.121: abs., Plu.2.759f. III. Pass., to be inspired, ὑπό τινος Longin.13.2; πρὸς αὐτῶν τῶν Μουσῶν Jul.Or.2.78b.
German (Pape)
[Seite 971] (πνέω), ep. auch ἐπιπνείω, anhauchen, anwehen, Il. 5, 698; bes. von günstigem Winde, νηῦς ᾗ λιγὺς οὖρος ἐπιπνείῃσιν ὄπισθεν Od. 4, 357; εἰσόκε ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται 9, 139; αὖραι ἐπιπνείουσι θάλασσαν, wehen über das Meer hin, Hes. Th. 872; κἀπιπνεῦσαι βόρειον αὐτοῖς Ar. Vesp. 265; μαινόμενος δ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας Ἄρης Aesch. Spt. 325; das Feindliche auch bei Soph. Ant. 136, ἐπέπνει ῥιπαῖς ἐχθίστων ἀνέμων, darin-, anschnauben; στρατὸν Ἀργείων ἐπιπνεύσας αἵματι, zum Blutbade, Eur. Phoen. 796, wie 801 Σπαρτῶν γέννᾳ, gegen das Geschlecht aufregen; – übertr. anhauchen, begeistern, ὅσοις δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν Plat. Ax. 371 c; begünstigen, hold sein, οὐδέ σε Κύπρις οὐδ' ἀγανοὶ φιλέοντες ἐπιπνείουσιν Ἔρωτες Ap. Rh. 3, 937, vgl. τύχης ἐπιπνεούσης Pol. 11, 19, 5; – heranwehen, zubringen, τῶν Μουσῶν προφῆται ἐπιπεπνευκότες ἡμῖν τὸ γέρας Plat. Phaedr. 262 d; πυρὸς σέλας, anschnauben, Ap. Rh. 3, 1327. – Darauf, hinterher wehen, ὁ βορέας τῷ νότῳ Theophr.