μετακλαίω
English (LSJ)
A weep afterwards or too late, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Il.11.764. II lament afterwards, τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209:—Med., τὸν ἐμὸν βίον E.Hec.214 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 147] att. μετακλάω (s. κλαίω), nachher, hinterdrein weinen, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, Il. 11, 764; c. acc., beklagen, τὸν ἐμὸν βίον οὐ μετακλαίομαι, Eur. Hec. 214.