μετακλαίω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
A weep afterwards or too late, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Il.11.764.
II lament afterwards, τῆς παλαιᾶς διαίτης ἑαυτούς Ph.1.209:—Med., τὸν ἐμὸν βίον E.Hec.214 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 147] att. μετακλάω (s. κλαίω), nachher, hinterdrein weinen, ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, Il. 11, 764; c. acc., beklagen, τὸν ἐμὸν βίον οὐ μετακλαίομαι, Eur. Hec. 214.
French (Bailly abrégé)
pleurer ensuite, càd déplorer la perte de, acc.;
Moy. μετακλαίομαι pleurer avec ou en même temps.
Étymologie: μετά, κλαίω.
Russian (Dvoretsky)
μετακλαίω: тж. med. впоследствии сетовать, оплакивать (τὸν ἑαυτοῦ βίον Eur.): ἦ τέ μιν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι, ἐπεί κ᾽ ἀπὸ λαὸς ὄληται Hom. я думаю, что потом он (т. е. Ахилл) горько будет сетовать, когда погибнет войско.
Greek (Liddell-Scott)
μετακλαίω: μελλ. -κλαύσομαι· - κλαίω κατόπιν, ἢ ὅταν εἶναι πλέον ἀργά, ἦ τέ μεν οἴω πολλὰ μετακλαύσεσθαι Ἰλ. Λ. 763· - κατὰ μέσ. ἐνεστ., ὡσαύτως, θρηνῶ κατόπιν ἢ μετὰ ταῦτα, Εὐρ. Ἑκ. 214· πρβλ. μεταστένω ΙΙ.
English (Autenrieth)
fut. inf. μετακλαύσεσθαι: weep afterward, lament hereafter, Il. 11.764†.
Greek Monolingual
μετακλαίω και αττ. τ. μετακλάω (Α)
1. (ενεργ. και μέσ.) κλαίω κατόπιν ή όταν είναι πια αργά
2. θρηνώ, παραπονιέμαι για κάτι εκ τών υστέρων, αποζητώ κάτι με θρήνους.
Greek Monotonic
μετακλαίω: μέλ. -κλαύσομαι, κλαίω κατόπιν εορτής ή πάρα πολύ αργά για να έχει αποτέλεσμα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., θρηνώ αργότερα ή κατόπιν, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. -κλαύσομαι
to weep afterwards or too late, Il.:—Mid. to lament after or next, Eur.