ἔτος

Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

εος, τό, irreg. dat.

   A ἔτῃ IG2.1059.18:—year, τῶν προτέρων ἐτέων in bygone years, Il.11.691; τόδ' ἐεικοστὸν ἔ. ἐστὶν ἐξ οὗ . . 24.765, cf. Od.2.89, 19.222; ὅτε . . ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔ. ἦλθε 7.261; ἔ. ἐνιαυτῶν, v. ἐνιαυτός; ἑκάστου ἔτους Pl.Phd.58b; ἀν' ἕκαστον ἔ. Thphr.HP4.4.4; ἀνὰ πᾶν ἔ. AP9.430 (Crin.); ἀνὰ πάντα ἔτεα Hdt. 8.65; δι' ἔτους πέμπτου every fifth year, Ar.Pl.584; κατὰ ἔ. every year, Th.4.53, D.S.3.2, Ev.Luc.2.41, etc. (freq. καθ' ἕ., as PPetr.3p.34 (iii B.C.) and later); ἔ. εἰς ἔ. year after year, S.Ant.340 (lyr.); δι' ἔτους annually, Ph.1.19, 378; εἰς ἔ. Theoc.Ep.13.4; εἰς ἔ. ἐξ ἔτεος Id.18.15; ἔ. ἐξ ἔτους LXX Le.25.50; παρὰ ἔ. every other year, Paus.9.32.3 (but πὰρ ϝέτος yearly, Tab.Heracl.1.101); πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Pl.Ap. 18b; τρίτῳ ἔτει Th.1.101; τρίτῳ ἔτεϊ πρότερον Hdt.6.40; τρίτῳ ἔτεϊ τούτων in the third year after this, ibid., etc.; freq. in acc., ἔ. τόδ' ἤδη δέκατον . . βόσκων now for these ten years, S.Ph.312; τύραννος ἐγεγόνει ἤδη χιλιοστὸν ἔτος Pl.R.615c, cf. D.3.4, 33.23; of a person's age, γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν Isoc.12.270; οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες X.Cyr.1.2.4, cf. 13, etc.; without γεγονώς, τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη Id.An.5.3.1; οἱ μέχρι τετταράκοντα ἐτῶν ib.6.4.25, etc.: in gen., ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα Pl.Lg.721b; μυρίων ἐτῶν within a period of 10,000 years, Id.Phdr.248e; ὥρα ἔτους, v. ὥρα 1.    2 regnal year, τὸ πέμπτον ἔ. Δομιτιανοῦ POxy.477.8 (ii A.D.). (ϝέτος SIG9.2 (Olympia, vi B.C.), Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.), Inscr.Cypr.135.1 H., Tab.Heracl.l.c.; cf. Lat. vetus.)

German (Pape)

[Seite 1053] τό (eigtl. FΕ' τοσ, vgl. vetus, Plat. Crat. 410 d bringt es mit ἐτάζω in Vrbdg), das Jahr, Hom. u. Folgde überall; δευτέρῳ, τρίτῳ ἔτεϊ τουτέων, im zweiten, dritten Jahre hierauf, Her., z. B. 6, 40; τρίτον ἔτος ἐγένετο, es geschah vor drei Jahren, Dem. 33, 23 u. öfter; vgl. πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Plat. Apol. 18 b; τα πρότερα ἔτη, die frühere Zeit, Il. 11, 691; ἔτος εἰς ἔτος, von Jahr zu Jahr, Soph. Ant. 340; ἑκάστου ἔτους, jährlich, Plat. Phaed., 58 b u. A.; οὐκ ἐν πολλοῖς ἔτεσι, nach wenigen Jahren, Plat. Pollt. 307 e; πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι πρότερον, zehn Jahre vor den Perserkriegen, Legg. I, 642 d; – ἔτους ὥρα, die geeignete Jahreszeit, Plut. Mar. 14. Vgl. ἐνιαυτός.