ον,
A relaxed, palsied, μέλη AP5.54 (Diosc.); π. ποιεῖν τινα D.S.3.26, cf. Aret.SA1.5.
[Seite 519] ον, abgespannt, schlaff, matt, μέχρι ἂν διακόψας τὰ νεῦρα ποιήσῃ πάρετον τὸ ζῷον, D. Sic. 3, 26; übertr., μέλη, Sosipat. 2 (V, 55).