γυναικηρός
English (LSJ)
ά, όν,
A = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.
German (Pape)
[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.
ά, όν,
A = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.
[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.