κατόνομαι

Revision as of 19:32, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_3)

English (LSJ)

   A censure bitterly, depreciate, abuse, c.acc., Hdt.2.172: aor., μή με κατονοσθῇς πρὸς τὰς . . πυραμίδας ib.136.

German (Pape)

[Seite 1404] (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοθῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.