ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
adj.
P. διεζωσμένος. Girt for action: Ar. συσταλείς, P. εὔζωνος. A hill girt with sea foam: V. ὄχθον περίρρυτον ἀφρῷ θαλάσσης (Eur., Frag.). A house girt with battle-ments: V. δῶμα περιφερὲς θριγκοῖς (Eur., Hel. 430). Shut in: P. and V. εἴργειν, κατείργειν.