εὔζωνος

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔζωνος Medium diacritics: εὔζωνος Low diacritics: εύζωνος Capitals: ΕΥΖΩΝΟΣ
Transliteration A: eúzōnos Transliteration B: euzōnos Transliteration C: eyzonos Beta Code: eu)/zwnos

English (LSJ)

Ep. ἐΰζωνος, ον, (ζώνη)
A well-girdled, Hom. (only in Il. and h.Cer.), as epithet of women, Il.1.429, h.Cer.255,al.
2 later, of men, girt up for exercise, active, μῆκος δ' ὁδοῦ εὐζώνῳ ἀνδρὶ πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται Hdt.1.72; τριήκοντα ἡμερέων εὐζώνῳ ὁδός ib. 104, cf. 2.34, Th.2.97; of light troops, X.An.5.4.23, Plb.3.35.7, Plu.Demetr. 9; of ὁπλῖται without their heavy shields, X.An.7.3.46: generally, well-equipped, LXX Jo.4.13; also εὐζώνῳ τῇ κεφαλῇ πυκτεύειν Philostr.Im. 2.19; later, of ships, Max.Tyr.1.3. Adv. εὐζώνως = in a well-girded way, in quick fashion Alciphr.3.55.
3 of a garment, well-girded, dub. in S.Fr.342.
4 metaph., unencumbered, πενία Plu.Pel.3; εὔζωνος καὶ ἐλεύθερος βίος D.C.56.6.
5 in Lit. Crit., work-a-day, unpretending; in depreciatory sense, cheap, τὸ εὔζωνον καὶ οἷον εὐτελὲς εἶδος τοῦ λόγου Hermog.Id.2.10; τὸ εὔζωνον χωρὶς εὐτελείας ib.1.11; ἐκπίπτειν τὸν λόγον εἰς τὸ εὐζωνότερον ib. 1.5.

German (Pape)

[Seite 1066] ep. ἐΰζωνος, wohl gegürtet (ζώνη), Hom. Il. u. H. Cer. öfters, wie bei Hes. Beiwort der Frauen, von dem das Obergewand in schöne Falten zusammenhaltenden Gürtel; Soph. frg. 216 εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας. – Von Männern, wohlgegürtet, die den χιτών höher als gewöhnlich hinaufgegürtet haben, um sich leichter bewegen zu können, dah. rüstig, flink, bes. von Soldaten. Her. 1, 72. 104, Thuc. 2, 07; Xen. Cyr. 4, 2, 15, oft in der An., gew. von leichten Truppen; 7, 3, 46 von Schwerbewaffneten, die den schweren Schild zurückließen; στρατιά Pol. 3, 35, 7; Plut. Demetr. 9 u. a. gp.; πενία εὔζ. καὶ κούφη Plut. Pelop. 3; – reisefertig, Luc. Catapl. 15. – Adv., Alciphr. 3, 55.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰζωνος;
ος, ον :
I. à la belle ceinture en parl. de femmes;
II. postér., en parl. d'hommes à la tunique bien retroussée à la ceinture (cf. lat. alte praecinctus), d'où
1 agile, alerte, dispos;
2 léger, facile à supporter (pauvreté, vie);
Sp. εὐζωνότατος.
Étymologie: εὖ, ζώνη.

Russian (Dvoretsky)

εὔζωνος: эп. ἐΰ-ζωνος 2
1 красиво подпоясанный, изящно стянутый поясом (γυνή Hom., Hes.);
2 (о поясе или перевязи), хорошо надетый, красиво облегающий, (ἐπιζώστρα Soph.);
3 хорошо подпоясавшийся (лат. alte praecinctus), т. е. приготовившийся в путь или путешествующий налегке, т. е. неутомленный, свежий (ἀνήρ Her., Thuc., Luc.);
4 (тж. εὔ. πρὸς τὴν μάχην Plut.) готовый к бою (στρατιά Polyb.; sc. στρατιῶται Plut.);
5 легкий в движениях, подвижной, проворный (ἱππεῖς καὶ τοξόται Xen.);
6 (о гоплитах) в облегченных доспехах, т. е. без щита Xen., Plut.;
7 легко переносимый, не обременительный (πενία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔζωνος: Ἐπικ. ἐΰζωνος, ον, (ζώνη) καλῶς ἐζωσμένος, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν Ἰλ. Α. 429, Ψ. 261, 760, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 212), ἀείποτε ὡς ἐπίθ. τῶν γυναικῶν (αἵτινες ὡσαύτως καλοῦνται βαθύζωνοι. καλλίζωνοι, βαθύκολποι), ἐκ τοῦ ζώνη (ἴδε τὴν λέξ.)· πρβλ. Μüller Archäol. d. Kunst. § 339. 3. - Kαθ’ Ἡσύχ. «εὔζωνος· εὔτοκος. καλή». 2) ἀκολούθως καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, ἐζωσμένος πρὸς γύμνασιν, ἐζωσμένος ἢ ἐνδεδυμένος ἐλαφρῶς πρὸς πορείαν, δραστήριος, ἐνεργητικός, τὸ τοῦ Ὁρατίου alte praecinctus, μῆκος δ’ ὁδοῦ εὐζώνῳ ἀνδρὶ πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται Ἡρόδ. 1. 72· τριήκοντα ἡμερέων εὐζώνῳ ἀνδρὶ αὐτόθι 104, πρβλ. 2. 34, Θουκ. 2. 97· ἰδίως ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, Λατ. expeditus, ἦσαν γὰρ τῶν πολεμίων οἳ εὔζωνοι κατατρέχοντες τοῖς λίθοις ἔβαλλον Ξεν. Ἀν. 5. 4. 23· ἢ ἐπὶ ὁπλιτῶν μὴ φερόντων τὰς βαρείας αὑτῶν ἀσπίδας, αὐτόθι 7. 3. 46· μεταγεν. ἐπὶ πλοίων, Μάξ. Τύρ. 1. 210: - Ἐπιρρ. -νως, Ἀλκίφρων 3. 55: Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐζώνως· εὐστόλως· μὴ ἔχων φορτίον». 3) ἐπὶ ἐνδύματος, καλῶς ἐζωσμένον, Σοφ. Ἀποσπ. 314b. 4) μεταφ., εὐβάστακτος, πενία Πλουτ. Πελοπίδ. 3· βίος Δίων Κ. 56. 6.

Greek Monolingual

και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, -ον
Α και επικ. τ. ἐύζωνος, -ον)
νεοελλ.
ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς
μσν.-αρχ.
1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή
2. ντυμένος ελαφρά, ζωσμένος, έτοιμος για αγώνα ή πορεία
3. δραστήριος, ενεργητικός
4. ευκίνητος, ταχύς
αρχ.
1. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης (κυρίως χωρίς τη βαριά ασπίδα)
2. καλά οπλισμένος, με πλήρη εξάρτυση
3. καλά περιζωσμένος (α. «εὐζώνῳ τῇ κεφαλῇ» β. «εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας»)
4. αυτός που υποφέρεται εύκολα («εὔζωνος πενία»)
5. φτηνός («εὔζωνον καὶ οἷον εὐτελές»)
6. (για γυναίκα) εύτοκη, που έχει εύκολο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζώνη.

Greek Monotonic

εὔζωνος: Επικ. ἐΰζ-, -ον (ζώνη),·
1. καλοζωσμένος, λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για άνδρες, ζωσμένος για άσκηση, ντυμένος για περπάτημα, πορεία, δραστήριος, ενεργητικός, το alte praecinctus του Ορατ., σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα, μη φορτωμένος, «ψιλός», Λατ. expeditus, σε Ξεν.
3. μεταφ., ευβάστακτος, πενία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ζώνη
1. well-girdled, of women, Il.
2. of men, girt up for exercise, dressed for walking, active, Hor.'s alte praecinctus, Hdt., Thuc.; of light troops, unincumbered, Lat. expeditus, Xen.
3. metaph. unincumbered, πενία Plut.

English (Autenrieth)

οιο, ους (ζώνη): beautifully girdled, the girdle giving a graceful appearance to the garment, Il. 6.467, Il. 1.429. (Il.) (See cut No. 44.)

English (Woodhouse)

girt for action

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

The Evzones or Evzonoi (Greek: Εύζωνες, Εύζωνοι, pronounced [ˈevzones, ˈevzoni]) were several historical elite light infantry and mountain units of the Greek Army. Today, they are the members of the Presidential Guard (Greek: Προεδρική Φρουρά, romanized: Proedrikí Frourá), a ceremonial unit that guards the Greek Tomb of the Unknown Soldier (Greek: Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, romanized: Mnimeío tou Άgnostou Stratiόti) and the Presidential Mansion in Athens. An Evzone (Greek: Εύζωνας) is also known, colloquially, as a Tsoliás (Greek: Τσολιάς; pl. Τσολιάδες, Tsoliádes). Evzones are known for their distinctive uniform, which evolved from the clothes worn by the klephts who fought the Ottoman occupation of Greece. The most visible item of this uniform is the fustanella, a kilt-like garment. Their distinctive dress turned them into a popular image for the Greek soldier, especially among foreigners.

The word evzōnos (Greek: εὔζωνος) is first attested in Homer's Iliad and derives from εὖ and ζώνη, meaning "well-girt". The word was used by ancient writers for centuries to describe light infantry (better known as psiloi or gymnitai).

Mantoulidis Etymological

(=καλά ζωσμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος). Ἀπό τό εὖ + ζώνη τοῦ ζώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

expeditus, unencumbered, light-armed, 2.97.1.2.97.2.