ugly
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. αἰσχρός (Plat. also Ar.), δυσειδής (Plat. and Soph., Frag.), P. μοχθηρός, V. δύσμορφος, δυσπρόσοπτος, δυσθέατος; see unpleasant.