αἰσχρός
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
αἰσχρά, αἰσχρόν, also αἰσχρός, αἰσχρόν APl.4.151: (αἶσχος):—in Hom.,
A causing shame, dishonouring, reproachful, νείκεσσεν… αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Il.3.38, etc. Adv. αἰσχρῶς, ἐνένισπεν 23.473.
II opp. καλός:
1 of outward appearance, ugly, ill-favoured, of Thersites, Il.2.216, cf. h.Ap.197, Hdt.1.196 (Comp.), etc.; deformed, Hp.Art.14 (Sup.); αἰσχρῶς χωλός = with an ugly lameness, ib.63: but commonly,
2 in moral sense, shameful, base, Hdt.3.155, A.Th.685, etc.; αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται S.El.621; αἰσχρόν ἐστι, c. inf., Il.2.298, S.Aj.473, etc.; αἰσχρόν, εἰ πύθοιτό τις ib.1159; ἐν αἰσχρῷ θέσθαι τι E.Hec.806; ἐπ' αἰσχροῖς = on the ground of base actions, S. Fr.188, E.Hipp.511:—τὸ αἰσχρόν as substantive, dishonour, S.Ph.476; τὸ ἐμὸν αἰσχρόν = my disgrace, And.2.9; τὸ καλὸν καὶ τὸ τὸ αἰσχρόν = virtue and vice, Arist.Rh. 1366a24, etc. Adv., shamefully, S.El.989, Pl.Smp.183d, etc.: Sup. αἴσχιστα A.Pr.959, S.OT367.
3 ill-suited, αἰσχρός ὁ καιρός D.18.178; αἰσχρὸς πρός τι = awkward at it, X.Mem.3.8.7; αἰσχρὸν καὶ ἄτεχνον Hp. Fract.30.
III Regul. Comp. and Sup. αἰσχρότερος, αἰσχρότατος are late, Phld.Rh.2.58S. (prob.), Ath.13.587b: elsewhere αἰσχίων, αἴσχιστος (formed from a Root αἰσχο-), Il.21.437, 2.216; double Sup. αἰσχιστότατος Olymp.in Alc.p.124 C. Adv., Sup. αἰσχίστως Mnasalc. ap. Ath.4.163a, Man.1.21.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Morfología: [compar. αἰσχίων Il.21.437, tard. αἰσχρότερος LXX Ge.41.19; sup. αἴσχιστος Il.2.216, αἰσχρότατος Antiph.Iun.2a, αἰσχιστότατος Olymp.in Alc.124]
A en sent. fís. feo, deforme de Tersites αἴσχιστος ἀνήρ Il.2.216, cf. Mimn.1.6, de Ártemis de Ártemis οὔτ' αἰσχρή h.Ap.197, παρθένους Hdt.1.196, πρόσωπα Semon.8.73, cf. Luc.Charid.26
•deformado κληίς Hp.Art.14
•c. alusión al sent. B I 1 neutr. como adv. ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς Pi.I.7.22.
B como valoración social o moral
I 1vergonzoso, vil, deshonroso, innoble en época arc. ref. al comportamiento cobarde en la guerra αἰσχρόν c. inf. Il.2.119, 298, φυγή Tyrt.6.16, 8.17, αἰσχρὸς δ' ἐστὶ νέκυς κακκείμενος ἐν κονίῃσι Tyrt.7.19, τὸ αἴσχιστον ... ὅτι τὴν ἀσπίδα ἀπέβαλε Critias B 44
•de otras cosas κέρδος Thgn.466, αἰσχρὸν ἀγνοεῖν τὰ οἰκήϊα Democr.B 80, cf. ψυχή Plb.3.116.13
•gener. de cosas mal vistas vergonzoso, vil, malo γελᾶν καὶ πτύειν ἀντίον (τοῦ βασιλέως) Hdt.1.99, αἰσχρὸν ἄνδρα τοῦ μακροῦ χρῄζειν βίου S.Ai.473, cf. 1159, op. καλός: ἔργον Hdt.3.155, Dialex.2 tít., junto a κακός A.Th.685, Pl.Grg.474c
•subst. τό τε καλὸν κρίνει τό τ' αἰσχρόν juzga lo que está bien y lo que está mal Simon.36.1, τό τ' αἰσχρὸν ἐχθρὸν καὶ τὸ χρηστὸν εὐκλεές S.Ph.476, τὸ ἐμὸν αἰ. mi deshonor And.2.9, cf. Arist.Metaph.985a1, Rh.1366a24, Plb.6.6.9, Hymn.Is.28 (Ios), οἱ αἰσχροί op. οἱ ἀγαθοί hombres viles, Certamen 11
•τὰ αἴσχιστα ἔπαθες Luc.Symp.32, αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ' ἐκδιδάσκεται S.El.621, ἐπ' αἰσχροῖς sobre acciones viles S.Fr.188, E.Hipp.511.
2 obsceno ἀλληγορίαι Demetr.Eloc.151.
3 torpe, inadecuado πολλάκις δὲ τὸ μὲν πρὸς δρόμον καλὸν πρὸς πάλην αἰσχρόν X.Mem.3.8.7, αἰ. ὁ καιρός D.18.178.
II infamante, insultante ἐπέα Il.3.38, 13.768, ῥήματα PFlor.309.4 (IV d.C.).
C adv. neutr. plu. sup. y αἰσχρῶς
1 de manera deformada τὸν ἄνθρωπον χωλὸν αἰσχρῶς γενέσθαι Hp.Art.63.
2 vergonzosa, vilmente αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.B 16, (ἐκπεσόντα) τρίτον ... ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα A.Pr.959, σὺν τοῖς φιλτάτοις αἴσχισθ' ὁμιλοῦντ' S.OT 367, ζῆν S.El.989, cf. Pl.Smp.183d, τὴν χώραν μὴ ... αἰ. χερσεύεσθαι IG 9(2).517.30 (Larisa III a.C.), φυγεῖν Plb.1.74.11
•sup. αἰσχίστως Mnasalc.2647P.
3 insultantemente ἐνένισπεν Il.23.473, Od.18.321.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
A. I. au phys. laid, disgracieux;
II. au mor. honteux, vil, infamant ; ἐν αἰσχρῷ θέμενος EUR mettant parmi les choses honteuses, regardant comme honteux;
III. qui ne convient pas, impropre : πρός τι XÉN à qch ; καιρὸς αἰσχρός DÉM moment défavorable;
B. qui cause de la honte, déshonorant : αἰσχρὰ ἔπη IL paroles outrageantes;
Cp. αἰσχίων, Sp. αἴσχιστος.
Étymologie: DELG orig. incert. -- Babiniotis prob. i.-e., cf. got. aiwisui « honte ».
German (Pape)
ά, όν. fem. αἰσχρός Ep.adesp. 307 (Plan. 151); bei Hom. schimpflich; der posit. bei Hom. sechsmal, αἰσχρόν ἐστι c. inf, Il. 2.119, 298, νείκεσσεν ἱδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Il. 3.38, 6.325, προσέφη αἰσχροῖς ἐπέεσσιν 13.768, ἔπεσσ' αἰσχροῖσιν ἐνίσσων 24.238; von körperlicher Häßlichkeit Her. 1.196; Plat. Symp. 206c; αἰσχρὸς τὴν ὄψιν, häßlich von Ansehen, Plut. Them. 5; häufiger im moralischen Sinne, schändlich, lasterhaft; αἰσχρὰ ᾄσματα, schändliche, unzüchtige Lieder, Dem. 2.19; ἐν αἰσχρῷ τίθεσθαί τι, etwas für schimpflich halten, Eur. Hec. 789; τὸ αἰσχρόν, die Schande, neben ὄνειδος Dem. 18.264; Plut. Pyrrh. 20. Bei den Sokratikern und Stoikern τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, Tugend und Laster. – Auch πρός τι, ungeschickt zu etwas, Xen. Mem. 3.8.7; αἰσχρὸς ὁ καιρός, unpassend, Dem. 18.178. – Kompar. αἰσχρότερος nur bei Sp., Athen. XIII.587b; gew. αἰσχίων, Hom. einmal, Il. 21.437 τὸ μὲν αἴσχιον, αἴ κ' ἀμαχητὶ ἴομεν; superl. αἴσχιστος; Hom. einmal, Il. 2.216 αἴσχιστος ἀνήρ, vom Thersites.
• Adv. αἰσχρῶς, Hom. zweimal, il. 23.473, Od. 18.321 τὸν δ' αἰσχρῶς ἐνένιπε(ν) Versanfang.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχρός: (compar. αἰσχίων, superl. αἴσχιστος)
1 безобразный, гадкий, уродливый (ἀνήρ Hom.; παρθένος Her.; στόμα Xen.): αἰ. τὴν ὄψιν Plut. некрасивой наружности;
2 позорный, постыдный, гнусный (ἔργον Her.; πράγματα Soph.): ἐν αἰσχρῷ θέσθαι τι Eur. клеймить позором что-л.; οὐτ᾽ ἐπ᾽ αἰσχροῖς Eur. не в ущерб чести;
3 непристойный (ᾄσματα Dem.): αἰσχρὸν μηδὲν εἰπεῖν Plat. не говорить ничего непристойного;
4 оскорбительный или укоризненный (ἔπεα Hom.);
5 неподходящий, неудобный (αἰ. πρός τι Xen.; καιρός Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρός: -ά, -όν, καὶ ός, όν, Ἀνθ. Πλαν. 151: (αἶσχος) . Παρ’ Ὁμήρ. ὁ αἰσχύνην προξενῶν, ἐπονείδιστος, νείκεσσεν .. αἰσχροῖς ἐπέεσσιν, Ἰλ. Ζ. 325· οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., αἰσχρῶς ἐνένισπε, Ψ. 473. ΙΙ. τῷ Λατ. turpis, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ καλός: 1) περὶ τῆς ἐξωτ. ὄψεως, δυσειδής, δύσμορφος, περὶ τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 216, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 197. Ἡρόδ. 1. 196, κτλ., ἀνάπηρος, Ἱππ. Art. 790· αἰσχρῶς χωλός, ἔχων λίαν ἄσχημον χωλότητα, αὐτόθι 829, ἀλλὰ κοινῶς: 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἀπρεπής, κακοήθης, φαῦλος, ἄτιμος, Ἡρόδ. 3. 155, Αἰσχύλ. Θ. 685, κτλ. αἰσχροῖς γὰρ αἰσχρὰ πράγματ’ ἐκδιδάσκονται, Σοφ. Ἠλ. 621· αἰσχρόν [ἐστι] μετ’ ἀπαρ. Ἰλ. Β. 298, Σοφ. Αἴ. 493, 1159, Πλάτ., κτλ. ἐν αἰσχρῷ θέσθαι τι, Εὐρ. Ἑκ. 806· ἐπ’ αἰσχροῖς, ἐπὶ τῇ βάσει αἰσχρῶν, φαύλων πράξεων, Σοφ. Ἀποσπ. 196, Εὐρ. Ἱππ. 511: - τὸ αἰσχρὸν ὡς οὐσιαστ., ἡ ἀτιμία, τὸ ὄνειδος, Σοφ. Φ. 476· τὸ ἐμὸν αἰσχρὸν τὸ ἐμὸν ὄνειδος, Ἀνδοκ. 21. 1. Οἱ Σωκρατικοὶ καὶ Στωϊκοὶ ὡμίλουν περὶ καλοῦ καὶ αἰσχροῦ, Λατ. honestum et turpe, ἀρετὴ καὶ κακία, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9. 1. -Ἐπίρρ., ἐπονειδίστως, ἀτίμως, Τραγ., Πλατ., κτλ.: ὑπερθ. αἴσχιστα, Αἰσχύλ. Πρ. 959, Σοφ. Ο. Τ. 367. 3) ἀπρεπής, ἀκατάλληλος, αἰσχρὸς ὁ καιρός, Δημ. 287. 25· αἰσχρὸς πρός τι, ἀνεπιτήδειος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 8, 7. ΙΙΙ. ἀντὶ τῶν ὁμαλῶν συγκρ. καὶ ὑπερθ.: αἰσχρότερος, -ότατος, οἱ τύποι αἰσχίων, αἴσχιστος (σχηματιζόμενοι ἐκ ῥίζης αἰσχο-) εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ.
English (Autenrieth)
comp. neut. αἴσχιον, sup. αἴσχιστος: (1) ugly, Il. 2.216.—(2) disgraceful, insulting, outrageous.—Adv. αἰσχρῶς.
English (Slater)
αἰσχρός (comp. αἰσχίων)
1 shameful ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13b. 6 ἄγει δ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς (αἰσχίω coni. Tricl.: interp. dub.: ? a distinction that is no worse a thing than, just as noble as, his form.) (I. 7.22)
English (Abbott-Smith)
αἰσχρός, -ά, όν (< αἶσχος, shame, disgrace), [in LXX: Ge 41:3 ff. (רַע, רֹעַ), Jth 12:12, al.;]
base, shameful: I Co 11:6 14:35, Eph 5:12, Tit 1:11 (MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from the same as αἰσχύνομαι; shameful, i.e. base (specially, venal): filthy.
English (Thayer)
(ά, (from αἶσχος baseness, disgrace), base, dishonorable: Titus 1:11.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰσχρός, -ά, -όν)
1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός
2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός
αρχ.
1. (ως αντίθ. του καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος
2. απρεπής, ανάρμοστος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχρόν
καταισχύνη, όνειδος, ατίμωση και ακόμη ελάττωμα, στέρηση
(φρ. τών Σωκρατικών και τών Στωικών) «τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν», η αρετή και το αντίθετό της, η κακία
4. φρ. «αἰσχρὸς πρός τι», ακατάλληλος, απρόσφορος για κάτι
5. (ανώμ. παραθ.) (συγκρ.) αἰσχίων, -ον, (υπερθ.) αἴσχιστος, -η, -ον
6. επίρρ. (υπερθ.) αἰσχίστως και αἴσχιστα
μσν.
(συγκρ.) αἰσχίως (= αἴσχιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσχος (πρβλ. και κῦδος-κυδρός)
αρχική σημ. του επιθέτου «αυτός που προκαλεί ντροπή» χρησιμοποιούμενο στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα λόγια (πρβλ. Γ38, «τὸν δ’ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν», με άσχημα λόγια). Βλ. λ. αἶσχος.
ΠΑΡ. αἰσχρότης
μσν.
αἰσχρήμων, αἰσχροσύνη.
ΣΥΝΘ. αἰσχροκερδής, αἰσχρολόγος, αἰσχρορρήμων, αἰσχρόστομος, αἰσχρουργός
αρχ.
αἰσχρόγελως, αἰσχροδιδάκτης, αἰσχροεπής, αἰσχροεπῶ, αἰσχρόμητις, αἰσχρομυθῶ, αἰσχροποιός, αἰσχροπρόσωπος
μσν.- νεοελλ.
αἰσχρόβιος
μσν.
αἰσχρογενής, αἰσχρολοιχός, αἰσχροπρᾶγος, αἰσχροπρεπής
νεοελλ.
αισχρογραφώ, αισχροδίκτης, αισχροήθεια, αισχρολέκτης, αισχρολόγος, αισχρόνεος, αισχροπλόκος].
Greek Monotonic
αἰσχρός: -ά, -όν και -ός, -όν (αἶσχος),
I. αυτός που προξενεί ντροπή, προσβλητικός, επαίσχυντος· ἔπεα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και ως επίρρ., αἰσχρῶς ἐνένισπε, στο ίδ.
II. αντίθ. προς το καλός,
1. λέγεται για εξωτερική εμφάνιση ή όψη, άσχημος, δύσμορφος, λέγεται για τον Θερσίτη, στο ίδ.
2. με ηθική έννοια, απρεπής, πρόστυχος, άτιμος, χυδαίος, κακοήθης, αχρείος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αἰσχρόν (ἐστι) με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ αἰσχρόν ως ουσ., ατιμία, αισχρότητα, όνειδος, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, Λατ. honestum et turpe, αρετή και κακία, σε Αριστ.· επίρρ., επονείδιστα, επαίσχυντα, άτιμα· υπερθ. αἴσχιστα, σε Τραγ.
3. αδέξιος, ανίκανος, αυτός που δεν διαθέτει επιτηδειότητα σε κάτι, σε Ξεν.
III. αντί των ομαλών τύπων συγκρ. και υπερθ. αἰσχρότερος, -ότατος, οι τύποι αἰσχίων [ῑ], αἴσχιστος (που σχηματίζονται από το αἶσχος), χρησιμοποιούνται σε Όμηρ., Ηρόδ. και Αττ.
Middle Liddell
αἶσχος
I. causing shame, abusive, ἔπεα Il.; so in adv., αἰσχρῶς ἐνένισπε Il.
II. opp. to καλός:
1. of outward appearance, ugly, ill-favoured, of Thersites, Il.
2. in moral sense, shameful, disgraceful, base, infamous, Hdt., etc.; αἰσχρόν [ἐστι], c. inf., Il.: —τὸ αἰσχρόν, as substantive, dishonour, disgrace, Soph., etc.; τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, Lat. honestum et turpe, virtue and vice, Arist.:—adv. shamefully, Sup. αἴσχιστα, Trag.
3. awkward, Xen.
III. instead of the regul. comp. and Sup. αἰσχρότερος, -ότατος, the forms αἰσχίων [ῑ], αἴσχιστος (formed from αἶσχος) are used.
Chinese
原文音譯:a„scrÒj 埃士赫羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:卑鄙 相當於: (בֹּושׁ) (בֹּשֶׁת) (כְּלִמָּה)
字義溯源:可恥的,不義的;源自 (αἰσχύνομαι)=感覺羞恥,而 (αἰσχύνομαι)出自(αἰσθητήριον)Y*=毀容)。註:聖經文庫將 (αἰσχρός)與 (αἰσχρός)兩者合併為一個編號
出現次數:總共(2);弗(1);多(1)
譯字彙編:
1) 不義之(1) 多1:11;
2) 可恥的(1) 弗5:12
原文音譯:a„scrÒn 埃士赫朗
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:卑鄙
字義溯源:可恥的事,卑鄙的,失體面的,不名譽的,羞愧的;源自 (αἰσχρός)=可恥的;而 (αἰσχρός)出自(αἰσχύνομαι)=感覺羞恥, (αἰσχύνομαι)出自(αἰσθητήριον)Y*=毀容)。保羅在哥林多前書兩次所說都是與婦女有關,似與金錢無關
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 可恥的(1) 林前14:35;
2) 為羞愧(1) 林前11:6
English (Woodhouse)
base, disgraceful, dishonourable, foul, impure, mean, morally, shocking, squalid, ugly, not beautiful
Lexicon Thucydideum
turpis, shameful, disgraceful, 1.38.5, 1.122.3, 2.40.1. 2.64.6, 3.42.2. 3.58.1, 3.63.3, 3.4.1. 3.67.2. 4.20.2. 4.38.3, 4.68.3. 4.111.3, 6.21.2, 7.48.4, 7.27.2, 7.27.3. 7.27.3
COMP. 2.40.1, 2.62.3, 2.97.4, 3.63.3. 4.86.6. 4.111.3, 8.27.3.
SUP. 3.59.3, (foedissimo, most disgraceful) 7.68.2,
turpitudo, baseness, disgrace, 2.42.4, 5.105.3, 5.111.3, 6.11.6,
COMP. 6.10.2.
Translations
shameful
Aromanian: arushinos; Bulgarian: срамен, позорен; Catalan: vergonyós, escadalós; Chinese Mandarin: 可恥, 可耻; Czech: hanebný, ostudný; Dutch: beschamend; Finnish: häpeällinen; French: honteux, scandaleux; Galician: vergoñoso; German: schandbar, beschämend, blamabel, peinlich; Gothic: 𐌰𐌲𐌻𐍃; Greek: αισχυντηλός, ντροπιαστικός; Ancient Greek: αἰσχρός, ἀεικής; Hungarian: szégyenletes; Irish: náireach, náiriúil, adhnáireach, aithiseach; Italian: vergognoso; Japanese: 恥ずべき; Latin: pudibundus, deformis; Malayalam: ലജ്ജാവഹമായ; Norwegian: skamfull; Plautdietsch: schomphaupt, schaundhauft, schaundboa; Polish: haniebny; Portuguese: vergonhoso; Romanian: rușinos; Russian: позорный, постыдный; Scottish Gaelic: nàr; Serbo-Croatian: sramotan; Spanish: vergonzoso; Swedish: skamlig; Ukrainian: стидний, соромний, соромі́тний; Zazaki: arey
disgraceful
Aromanian: arushinos; Bulgarian: срамен, позорен; Chinese Mandarin: 可恥, 羞慚; Czech: ostudný; Danish: skammelig; Finnish: häpeällinen; French: honteux, scandaleux, déshonorant, ignominieux; German: schändlich, skandalös, erbärmlich; Greek: αισχρός, ελεεινός; Ancient Greek: αἰσχρός; Hebrew: מַחְפִּיר; Hungarian: szégyenletes; Italian: vergognoso, disonorevole, deprecabile, obbrobrioso, disonorante, ignominioso; Japanese: 恥ずべき, 不名誉な; Korean: 수치스러운; Latin: deformis, indecor, ignominiosus; Manx: anghooagh; Maori: whakatautauhea; Norwegian: vanærende, skammelig, skjendig; Plautdietsch: schentlich, schaundhauft, schaundboa; Portuguese: vergonhoso, infame; Romanian: rușinos; Russian: позорный, постыдный; Scottish Gaelic: nàr; Serbo-Croatian Cyrillic: бешчастан; Roman: beščastan; Spanish: vergonzoso, deshonroso, escandaloso, ignominioso
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd