κακουχέω

Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

(ἔχω)

   A wrong, injure, αὑτόν Telesp.34H.; maltreat, esp. a wife, MitteisChr.284.6 (ii B.C.), POxy.281.17 (i A.D.), etc.:— Pass., to be afflicted or injured, LXX 3 Ki.2.26; ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ D.S.3.23; κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον Plu.2.114e.

German (Pape)

[Seite 1305] schlecht halten, behandeln, quälen; ἑαυτόν Teles. Stob. fl. 97, 31; ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ κακουχούμενος D. Sic. 3, 23; D. Cass. 35, 9, u. so a. Sp., bes. im pass.

Greek (Liddell-Scott)

κακουχέω: (ἔχω) ὑποβάλλω εἰς κακουχίας, ταλαιπωρῶ, κακουχεῖν ἑαυτὸν Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18. ― Παθ., ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ (τῶν κωνώπων) κακουχουμένους, κακουμένους, Διόδ. 3. 23· κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον, ταλαιπωρημένους, Πλούτ. 2. 114Ε.