ὑποβάλλω
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
(Ep. ὑββάλλω, v. infr.).
A throw, put, or lay under, as cloths, carpets, and the like, ὑπένερθε δὲ λῖθ' ὑπέβαλλεν Od.10.353; κάτω μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων carpets of Milesian wool, Eub.90.2, cf. X.Cyr.5.5.7; ὑ. πλευροῖς πλευρά E.Or.223, etc.; ὑπὸ τοὺς πόδας ὑ. τι X.Oec.18.5; ὑ. ταῖς μασχάλαις τὰς χεῖρας Sor.2.59; ὑ. αἶγας τοῖς τράγοις, of breeders, Longus 3.29; ὑ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγάς Plu.Brut.31; ὑ. τινὰς τοῖς θηρίοις throw them under the elephants' feet, Plb.1.82.2; ὑ. τοὺς δακτύλους, of a flute player, put down, Luc.Harm.1; ὑ. [φάρμακον] ὑπὸ τὰ βλέφαρα insert under the eyelids, Sever. ap. Aët.7.32; τοῖς φορείοις τῶν γυναικῶν ὑ. τὰ ὄμματα cast furtive glances at, Plu.2.522a, cf. Eust.1406.36:—Med. and Pass., place under oneself or have placed under one, λυκοφάνους ὑποβάλλεσθαι Plu.2.237b; πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc.Symp.13.
2 lay under, as a beginning, foundation, Aeschin.1.24 (cj. Reiske for ὑπολαβών):—in Med., θεμέλιον ὑ. τυραννίδος Plb.13.6.2; ὁ πρῶτος ὑποβεβλημένος the first founder, Str.12.3.30.
3 subject, submit, ἐχθροῖς ἐμαυτόν E.HF1384, cf. Aeschin.3.90; ὑπὸ τοσαύτας συμφορὰς σφᾶς αὐτούς Isoc.8.113.
II Med., bring in another's child as one's own, Hdt.5.41, Ar.Th.340,407,565, Pl.R. 538a, D.21.149, etc.; or palm off one's own child as another's, ἡ ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς υἱόν Arist.Rh.1400a24:—Pass., τῶν ὑποβαλλομένων (sc. παίδων) Id.Rh.Al.1421a29:—the origin of this phrase is plain from the words of E., μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρᾳ Alc.639, cf. Supp. 1160 (lyr.), X.Cyn.7.3; v. ὑποβολιμαῖος.
2 Med., of a drama, [Εὐριπίδης] τὸ δρᾶμα (sc. Μήδειαν) δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Arist.Fr.635: metaph., ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους with false suggestions they spread secret rumours, S.Aj.188 (lyr.); cf. Isoc.15.21 and v. ὑπόβλητος.
3 suborn, Act.Ap.6.11:—Pass., of an informer, App. BC1.74.
III suggest, whisper, as a prompter does, ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν Il.19.80 (where Sch.B expl. it to interrupt); ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται X.Cyr.3.3.55, cf. Pl.Grg. 491a, D.21.204, Aeschin.3.48; ὑ. ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν ib.22; ἐγώ σοι λόγον ὑποβαλῶ καλόν Id.1.121; ὑ. παιδὶ λόγον dictate, Isoc.12.231, cf. 5.149; ὑ. ὀνόματα, of an informer, Lys.13.25; τὸν -οντα τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς Plu.2.404b; τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ φύσις ὑ. τοῖς τοιούτοις Arist.Pol.1342b22; ταῦτα ἡ αἴσθησις ὑ. Epicur.Ep.2p.39U.; so, provoke, produce, ib.1p.29U., etc.: cf. ὑποβλήδην 1.1, ὑποβολή 1.3.
IV Med., appropriate to oneself, ἀλλότρια Str.17.1.5; δόξαν Plu.Pomp.31.
2 attempt a work, σύνταξιν καὶ ἱστορίαν Id.Dem.2.
German (Pape)
[Seite 1210] (s. βάλλω), 1) darunterwerfen, unterlegen, λῖτα Od. 10, 353; πλευροῖς πλευρά Eur. Or. 223; unterwerfen, ἐμαυτὸν ἐχθροῖς ὑποβαλών Herc. für. 1384; u. pass., μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρα Alc. 642; τὸ σῶμα ὑποβάλλειν ἔργοις Xen. Ephes. 5, 8; unterschieben, τί τινος, Sp.; auch med., ὑποβάλλεσθαι θεμέλιον τυραννίδος Pol. 13, 6, 2; übh. darunter stellen, bringen, dahinter stellen, 5, 23, 3, zw.; ὁ πρῶτος ὑποβεβλημένος, der erste Gründer, einer Stadt, Strab. 12, 3, 30; – med. sich Etwas unterlegen, ὑπὸ τοὺς πόδας, Xen. Oec. 18, 5; od. sich Etwas unterlegen lassen, unterschieben lassen, z. B. ein Kind, Her. 5, 41; Ar. Th. 340. 407. 565; Plat. Rep. XII, 538 a Menex. 237 c; – sich unterwerfen, ὑπέβαλεν ἑαυτὸν Θηβαίοις Aesch. 3, 90; ἑαυτὸν ὑπὸ τὰς συμφοράς Isocr.; auch τοῖς θηρίοις τινά, vorwerfen, Pol. 1, 82, 2; τοῖς ὄχλοις 15, 21, 2; u. τὴν πατρίδα ὑπὸ τὴν τῶν πλεῖον δυναμένων ἐξουσίαν 17, 15, 3; ἀλλότρια, sich fremdes Eigenthum zueignen, Strab. – 2) ein Wort darunter, dazwischen werfen, einwenden, in die Rede fallen, unterbrechen, in epischer Form ὑββάλλειν Il. 19, 80; εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους Soph. Ai. 187, wo es aber den Nebenbegriff des Falschen, Erdichteten hat, ὑποβλήτως λέγειν erkl. Suid.; vgl. Isocr. 15, 21; Plat. Gorg. 491 a; entgegnen, Dem. 21, 204. – 3) unter den Fuß, an die Hand geben, eingeben, τινί τι, ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Xen. Cyr. 3, 3, 55; dictiren, ὑπέβαλον τῷ παιδὶ τὸν λόγον Isocr. 12, 231; vgl. Lys. 13, 25; Aesch. 3, 22 u. A. – 4) unterlegen, von Tieren, bespringen lassen, αἶγας τοῖς τράγοις Long. 3, 21.
French (Bailly abrégé)
f. ὑποβαλῶ, ao.2 ὑπέβαλον, etc.
I. jeter sous, mettre sous :
1 au propre λῖτα OD jeter un tapis sous ; μαστῷ γυναῖκος EUR placer un petit enfant sous le sein d'une femme, le suspendre au sein d'une femme;
2 jeter en bas, poser en bas, abaisser : τὰ ὄμματά τινι PLUT abaisser les yeux sur qch;
II. suggérer ; particul.
1 indiquer, dicter, souffler : ὑπ. παιδὶ τὸν λόγον ISOCR dicter à un enfant ce qu'il doit dire ; abs. ὑποβάλλειν δυνήσεσθε ἤν τι ἐπιλανθάνωνται XÉN vous pourrez leur indiquer, s'ils oublient qch;
2 en gén. inspirer, exciter : ἡδονάς PLUT inspirer le goût des plaisirs;
III. objecter, interrompre;
Moy. ὑποβάλλομαι;
1 jeter ou mettre sous soi : πορφυρίδας LUC des tapis de pourpre ; fig. soumettre à son autorité ; en gén. s'emparer de, s'approprier : δόξαν PLUT la gloire d'autrui;
2 jeter en dessous ; poser les fondements de, acc.;
3 supposer ou substituer frauduleusement : παιδίον faire passer pour sien un enfant supposé ; fig. ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους SOPH ils trompent par de faux discours litt. en supposant des discours;
NT: suborner.
Étymologie: ὑπό, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποβάλλω: (эп. inf. ὑββάλλειν)
1 подкладывать, подстилать (ὑπένερθε λῖτα Hom.): τῶν Μηδικῶν πίλων ὑποβαλεῖν Xen. разостлать часть мидийских ковров; πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc. подостлав под себя пурпурные плащи; σκυλάκιον ὑφ᾽ ἑτέραν κύνα ὑ. Xen. подкладывать щенка другой собаке (для выкормки); θεμέλιον ὑποβάλλεσθαί τινος перен. Polyb. закладывать основы чего-л.;
2 подставлять (τὰς σφαγὰς τοῖς ξίφεσι Plut.);
3 приставлять, прикладывать (τινὰ μαστῷ γυναικός Eur.): ὑ. δακτύλους Luc. прикладывать пальцы (к отверстиям свирели);
4 передавать, предавать, выдавать (ἑαυτὸν ἐχθροῖς Eur.): ὑ. ἑαυτὸν ὑπὸ τὰς συμφοράς Isocr. покоряться несчастьям; ὑ. τι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινός Polyb. отдавать что-л. во власть кому-л.;
5 подбрасывать, подкидывать, бросать (τινὰ τοῖς θηρίοις Polyb.): ὑ. τὰ ὄμματά τινι Plut. бросать взоры на кого(что)-л.;
6 med. (преимущ. о ребенке) выдавать за своего, присваивать Her., Arph.: οἱ ὑποβαλόμενοι Plat. мнимые родители; ὑ. τὴν δόξαν τινός Plut. приписывать себе честь чего-л.;
7 med. подменивать, совершать подлог: εἰ ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους Soph. если они сеют заведомо ложные слухи;
8 подсказывать, внушать, указывать (τινί τι Lys., Aeschin., Dem., Plut.): ὑ. δυνήσεσθε ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Xen. вы можете подсказать, если они что-л. забыли; οὐκ ἐμοῦ ὑποβάλλοντος ἀνέξει; Plat. не позволишь ли мне сказать кое-что?; ἀκούειν, οὐδὲ ὑββάλλειν Hom. слушать, а не перебивать;
9 диктовать (τὸν λόγον τινί Isocr.; ἃ χρὴ γράφειν Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβάλλω: (Ἐπικ. ὑββάλλω, ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -βαλῶ. ― βάλλω, ὑποκάτω ἢ ἁπλώνω τι, οἷον ὕφασμα ἢ τάπητα ἢ ἄλλο τι, Λατ. sub-ternere, ὑπένερθε δὲ λῖθ’ ὑπέβαλλεν Ὀδ. Κ. 353· κάτω μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων, τάπητας ἐκ..., Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1, πρβλ. Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 5, 7· ὑπ. πλευροῖς πλευρὰ Εὐρ. Ὀρ. 223, κλπ.· ὑπ. τι ὑπὸ πόδας Ξεν. Οἰκον. 18. 5· ὑπ. αἶγας τοῖς τράγοις, ὡς τὸ Λατ. submitiere, Λόγγ. 3. 21· ὑπ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγὰς Πλουτ. Βροῦτ. 31· ὑπ. τινὰς τοῖς θηρίοις, ῥίπτειν αὐτοὺς ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν θηρίων (δηλ. τῶν ἐλεφάντων), Πολύβ. 1. 82, 2· ὑποβάλλω τὰ ὄμματά τινι, ῥίπτω τὰ βλέμματά μου ἐπί τινος, Πλούτ. 2. 522Α· ὑπ. δακτύλους, ἐπὶ αὐλητοῦ, Λουκ. Ἁρμον. 1. ― Μέσ. καὶ παθ., θέτω ὑποκάτω μου, ἢ ἔχω θέσῃ ὑποκάτω μου, ὑποβάλλεσθαι λυκοφώνας Πλούτ. 2. 237Β· πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Λουκ. Συμπ. 13· ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23, ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς υἱόν, φαίνεται ὅτι σημαίνει ὑποβαλοῦσα ἑαυτὴν ὑποκάτω, πλαγιάσασα ὑποκάτω. 2) θέτω ὑποκάτω ὡς ἀρχὴν ἢ θεμέλιον, Αἰσχίν. 4. 19· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Πολύβ. 13. 6, 2. ― Παθ., Στράβ. 556. 3) ὑποτάσσω, ἐχθροῖς ἐμαυτὸν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1384, πρβλ. Αἰσχίν. 66. 25· σφᾶς αὐτοὺς ὑπὸ τὰς συμφορὰς Ἰσοκρ. 182Β. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, παραλαμβάνω νόθον ἢ ξένον τέκνον ἀντὶ τοῦ ἰδικοῦ μου, Λατ. supp?nere, Ἡρόδ. 5. 41, Ἀριστοφ. Θεσμ. 340, 407, 565, Πλάτ. Πολ. 538Α, Δημ. 563. 5, κλπ.· καὶ ἐν τῷ παθ., τῶν ὑποβαλλομένων (ἐξυπακ. παίδων) Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 1. 15· ― ἡ ἀρχὴ τῆς φράσεως ταύτης εἶναι φανερὰ ἐκ τοῦ Εὐριπιδείου, μαστῷ γυναικὸς σῆς ὑπεβλήθην λάθρα Ἄλκ. 639, πρβλ. Ἱκ. 1160, Ξεν. Κυνηγ. 7, 3· ἴδε ὑποβολιμαῖος. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ δράματος, Εὐριπίδης τὸ δρᾶμα (δηλ. Μήδειαν) δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 592· ― μεταφορ. ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους, διὰ ψευδῶν φημῶν διαδίδουσι κρυφίαν φήμην, Σοφ. Αἴ. 188· πρβλ. Ἰσοκρ. 314C καὶ ἴδε ὑπόβλητος. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καταγγέλοντός τι καὶ δίδοντος εἴδησιν, ὑποκινοῦμαι, ὑπεβλήθησαν κατήγοροι τῷ ἱερεῖ τοῦ Διὸς Μερόλᾳ... καὶ Λουτατίῳ Κάτλῳ Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 74. ΙΙΙ. ὑποψιθυρίζω, ὑποκρούω, ἐμποδίζω τὸν λέγοντα, ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλειν Ἰλιὰς Τ. 80 (ἔνθα ἴδε Σχολιαστ.)· ὑπενθυμίζω, ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Ξεν. Κύρ. Παιδ. 3. 3, 55, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 491Α, Δημ. 580. 6, Αἰσχίν. 60. 24· ὑποβ. ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν ὁ αὐτ. 57. 2· ὑποβ. λόγον τινὶ ὁ αὐτ. 17. 9· ὑπ. λόγον παιδί, ὑπαγορεύω, Ἰσοκρ. 280Ε, πρβλ. 112C· ὑπ. ὀνόματα, ἐπὶ τοῦ καταδότου, Λυσί. 132. 9· Ἀπόλλων ὑπ. τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμοὺς Πλούτ. 2. 404C· τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ φύσις ὑπ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 13, κλπ.· ― πρβλ. ὑποβλήδην Ι, ὑποβολὴ Ι. 3. IV. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, ἰδιοποιοῦμαι, ἀλλότρια Στράβ. 790 δόξαν Πλουτ. Πομπ. 31. 2) ἐπιχειρῶ ἔργον, ὁ αὐτ. ἐν Δημ. 2.
English (Autenrieth)
inf. ὑββάλλειν: throw or lay underneath; interrupt, Il. 19.80.
English (Strong)
from ὑπό and βάλλω; to throw in stealthily, i.e. introduce by collusion: suborn.
English (Thayer)
2nd aorist ὑπέβαλον; (from Homer down);
1. to throw or put under.
2. to suggest to the mind.
3. to instruct privately, instigate, suborn: τινα, ὑπεβληθησαν κατήγοροί, Appendix, bell. 104:1,74; μηνυτής τίς ὑπόβλητος, Josephus, b. j. 5,10, 4).
Greek Monolingual
ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α βάλλω
θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.
γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α. «υποβάλλω υποψηφιότητα» β. «υποβάλλω τη διατριβή μου»)
2. προτείνω ή ζητώ από την αρμόδια αρχή ως υφιστάμενος (α. «υποβάλλω αίτηση» β. «υποβάλλω την παραίτησή μου» γ.«υποβάλλω αναφορά»)
3. αναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι (α. «υποβάλλω σε ανάκριση» β. «υποβάλλω σε έξοδα»)
4. εκτελώ το έργο του υποβολέα στο θέατρο, υπαγορεύω το κείμενο στους ηθοποιούς από το υποβολείο
5. υποκαθιστώ κάτι πλασματικό ως γνήσιο
6. επηρεάζω με τρόπο κάποιον, του υπαγορεύω τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («του υπέβαλε την ιδέα να παραιτηθεί»)
7. (μεσοπαθ.) υποβάλλομαι
α) παθαίνω υποβολή, αυθυποβάλλομαι
β) είμαι δεκτικός υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων
8. φρ. «υποβάλλω τα σέβη μου» — τυπική μορφή χαιρετισμού σε σεβαστό πρόσωπο ή σε αξιωματούχο
μσν.
τοποθετώ κάτι πάνω σε κάποιον, δεσμεύω κάποιον («ξυλοπέδας τοῖς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. Ομ.)·
Greek Monotonic
ὑποβάλλω: Επικ. ὑβ-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, παρακ. -βέβληκα,
1. ρίχνω, πετώ, βάζω ή απλώνω από κάτω, σε Ομήρ. Οδ.· τί τινι, σε Ευρ.
2. θέτω από κάτω, ως θεμέλιο, βάση, σε Αισχίν.
3. υποτάσσω, ἐχθροῖς ἐμαυτόν, σε Ευρ.
II. Μέσ., παίρνω ξένο ή νόθο παιδί αντί του δικού μου, Λατ. supponere, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
III. υπαινίσσομαι, ψιθυρίζω, όπως κάνει ο υποβολέας, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ. — Μέσ., κάνω λανθασμένες υποδείξεις, προτάσεις, σε Σοφ.
IV.σε Μέσ., οικειοποιούμαι, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι, διαρπάζω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
epic ὑβ-βάλλω fut. -βαλῶ perf. -βέβληκα
I. to throw, put or lay under, Od.; τί τινι Eur.
2. to lay under, as a foundation, Aeschin.
3. to subject, submit, ἐχθροῖς ἐμαυτόν Eur.
II. Mid. to substitute another's child for one's own, Lat. supponere, Hdt., Plat., etc.
III. to suggest, whisper, as a prompter does, Il., Plat., etc.: Mid. to make false suggestions, Soph.
IV. in Mid. to appropriate, Plut.
Chinese
原文音譯:Øpob£llw 虛波-巴羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在下-投
字義溯源:偷偷地投出去,教唆,鼓動,賄買,買出,買出來,暗示;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 買出(1) 徒6:11