ον,
A much snowed on, snow-capt, Ὄλυμπος Il.1.420; ἄκρα Epich.130.
[Seite 9] Ὄλυμπος, Hom. Il. 1, 420. 18, 186, sehr beschneit.
ἀγάννῐφος: -ον, ὁ χιόνι πολλῇ νιφόμενος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, Ὄλυμπος, Ἰλ. Α, 420.