Ὄλυμπος
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ὁ, Ep. also Οὔλυμπος, metri gr., Mount Olympus (in Thessaly, Hdt.1.56, etc.), conceived to be the seat of the gods, Od. 6.42, but distinguished from heaven (οὐρανός), Il.15.192 sq., cf. 5.867 sq.;
A οὐρανὸς Οὔλυμπος τε 5.750 (but = οὐρανός, sky, Od.20.103, cf. 113); Κρονίωνα θεῶν ἄτερ ἥμενον ἄλλων ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐ. Il.5.754; ἑκάστῳ (sc. θεῶν) δώματα καλὰ τέτυκτο κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο 11.77, cf. 18.186: in Att. = οὐρανός, a form of oath, οὐ τὸν Ὄλυμπον S.OT1088 (lyr.), cf. Ant.758.
II of other mountains, as in Mysia, Hdt.1.36, S.Fr.522, X.Cyn.11.1; in Laconia, Plb.2.65.8; in Elis, Str.8.3.31; in Lycia, Id.14.3.8, cf. 14.5.7; in Cyprus, Id.14.6.3.
III Adv. Ὀλυμπόνδε, in Hom. always Οὐλυμπόνδε, Il.1.221, al.:—to Olympus, towards Olympus, Pi.O.3.36, etc.; Οὐλυμπόθεν, Ὀλυμπόθεν, from Olympus, Id.P.4.214.
German (Pape)
[Seite 328] ὁ, s. nom. pr. Weil man die Gipfel des thessalischen Olympus nicht selten über die Wolken hinaus in den heitern Aether ragen sah, nahm der älteste Volksglaube an, daß oben Zeus und andere Götter ihre Wohnsitze hätten, Odyss. 6, 41 Il. 11, 76. 18, 186 u. sonst. Die Beiwörter, welche Hom. hinzusetzt, zeigen, daß er immer an den Berg denkt. Später ließ man die Götter auf der Höhe des Himmelsgewölbes, mitten über der Erdscheibe wohnen und nannte diesen Himmel der Götter ebenfalls Olympus. Vgl. Voß Virg. Georg. 3, 261 p. 586 Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 164.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le mt Olympe, sur la frontière de Thessalie et de Macédoine, séjour des dieux ; ciel.
Étymologie: R. Λαμπ, briller, avec ὀ- prosth.
Russian (Dvoretsky)
Ὄλυμπος: эп.-ион. Οὔλυμπος ὁ Олимп
1 горный кряж на границе Пиерии - Македония - и Фессалии, считавшийся в греч. мифологии местопребыванием богов Hom. etc.;
2 гора на границе Мисии и Вифинии Hom. etc.;
3 гора в Лаконии Polyb.;
4 гора на Кипре Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ὄλυμπος: Ἰων. Οὔλυμπος, (ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.), ὁ, ὄρος ἀποτελοῦν τὸ πρὸς τὴν Μακεδονίαν ὅριον τῆς Θεσσαλίας. ― Ἐν τῇ Ἰλ. θεωρεῖται ὡς ἕδρα τῶν θεῶν, ἀλλὰ ῥητῶς διακρίνεται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, Ἰλ. Ε. 867 κἑξ., Ο. 192 κἑξ.· ἐπὶ τῆς ἀκροτάτης αὐτοῦ κορυφῆς ἐκάθητο ὁ Ζεύς, Α. 394 κἑξ., Ε. 753· καὶ ἐνταῦθα ἦσαν τὰ βασίλεια αὐτοῦ, Α. 533, κτλ.· ἐνῷ τὰ μέγαρα τῶν ἄλλων θεῶν ἔκειντο κατωτέρω ἐντὸς τῶν κοιλάδων καὶ φαράγγων τοῦ Ὀλύμπου, (κατὰ πτύχας Οὐλύμπιο), Λ. 77, πρβλ. Σ. 186· ἐπὶ τῆς ἀκροτάτης δὲ κορυφῆς τοῦ Ὀλύμπου ἐκαλοῦντο οἱ θεοὶ εἰς εὐωχίαν ἢ συμβούλιον, Θ. 2, Υ. 5, κτλ.· οὔτε δὲ βροχὴ οὔτε χιὼν ἔπιπτεν εἰς τὴν κορυφὴν αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευεν ἐκεῖ αἰωνία γαλήνη, Ὀδ. Ζ. 41 κἑξ. ― Ἐν τῇ Ὀδ. ἡ διάκρισις μεταξὺ Ὀλύμπου καὶ οὐρανοῦ εἶναι ἧττον ὁριστική· μάλιστα εν Υ. 103. 113 τὰ δύο φαίνονται ὡσεὶ ταυτιζόμενα. ― Ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις, ὅτε οἱ φιλόσοφοι ἔθετον τὸ ἀνάκτορον τοῦ Διὸς ἐν τῷ κατακορύφῳ σημείῳ τοῦ οὐρανοῦ, τὸ ὄνομα Ὄλυμπος ἐξηκολούθει νὰ σημαίνῃ τὸν οὐρανόν, τὸ στερέωμα, ἴδε μάλιστα Voss. εἰς Οὐεργ. Γεωργ. 3. 261, σελ. 586 κἑξ.· ― παρὰ τοῖς Ἀττ., σχῆμα ὅρκου, οὐ τὸν Ὄλ. = οὐ μὰ τὸν Ὄλ., Σοφ. Ο. Τ. 1088, πρβλ. Ἀντ. 758. ΙΙ. τὸ ὄνομα τοῦτο ἀπεδίδετο καὶ εἰς ἄλλα ὄρη, ὧν ἕκαστον, συνήθως ὑψηλότερον τῶν γειτνιαζόντων, ἐν Μυσίᾳ, Ἡρόδ. 1. 36, Σοφ. Ἀποσπ. 468, Ξεν. Κυν. 11, 1· ἐν τῇ Λακωνικῇ, Πολύβ. 2. 65, 8· ἐν Ἤλιδι, Στράβ. 356· ἐν Λυκίᾳ, ὁ αὐτ. 666. 671· ἐν Κύπρῳ, ὁ αὐτ. 682. ΙΙΙ. ὡς ἐπίρρ. Ὀλυμπόνδε, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε Ἰων. Οὐλυμπόθεν, ἐκ τοῦ Ὀλ., Πινδ. Π. 4. 382. (Ὁ Κούρτ. κλίνει νὰ ἀναφέρῃ τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΛΑΜΠ, λάμπω, θεωρῶν τὸ Ὀ- ὡς εὐφωνικὸν καὶ τὸ υ ὡς Αἰολ.).
English (Autenrieth)
Olympus, a mountain in Thessaly, not less than nine thousand feet in height, penetrating with snow-capped peaks through the clouds to the sky, and conceived by Homer as the abode of the gods. Epithets, ἀγάννιφος, αἰγλήεις, αἰπυς, μακρός, πολύπτυχος.
English (Slater)
Ὄλυμπος (-ου, -οιο, -ῳ, -ον; Οὐλύμπου, -ῳ, -ον coni.) home of the gods. Ὀλύμπου σκοποὶ (O. 1.54) ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται (byz.: Ὀλύμπ- codd.) (O. 13.92) τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.64) Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς (N. 1.13) κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι (N. 10.17) εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν> (Tricl.: Ὄλυμπ- codd.) (N. 10.84) Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν (Hermann: Ὀλύμπ- codd.) fr. 30. 4. μάκαρες δ' ἐν Ὀλύμπῳ fr. 33c. 5. Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσιν ἵζων (Pae. 6.92) ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου (Pae. 22.6) ]πρὸς [Ὄ]λυμπον[ Θρ. 7. 15.
Ὄλυμπος (?) an early poet. v. test. ad fr. 157.
Greek Monolingual
ο (Α Ὄλυμπος και Ὕλυμπος και ιων. τ. Οὔλυμπος)
1. το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας το οποίο δεσπόζει στην περιοχή της Θεσσαλίας και που, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε τόπο κατοικίας τών δώδεκα θεών
2. ονομασία πολλών άλλων βουνών της κυρίως Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Κύπρου ή τών νησιών
αρχ.
σχήμα όρκου («οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη πρόκειται για λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος που αρχικά σήμαινε «βουνό». Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει δεχθεί πελασγικές επιδράσεις. Ο τ. Οὔλυμπος είναι ποιητικός και μαρτυρείται στον Όμηρο. Μαρτυρείται, τέλος, και τ. Ὕλυμπος].
Greek Monotonic
Ὄλυμπος: Ιων. Οὔλυμπος, ὁ,
I. ο Όλυμπος, βουνό στα σύνορα της Μακεδονίας με τη Θεσσαλία· ο Όμηρος θεωρεί τον Όλυμπο έδρα, κατοικία των θεών, αλλά τον διακρίνει από την ουράνια σφαίρα (οὐρανός)·
II. το όνομα ήταν συνηθισμένο σε ποικίλα άλλα όρη, που το καθένα τους ήταν προφανώς το ψηλότερο στην περιοχή του, στη Μυσία, σε Ηρόδ.· στη Λακωνία, σε Πολύβ. κ.λπ.
III. ως επίρρ., Ὄλυμπόνδε, Ιων. Οὔλυμπόνδε, προς τον Όλυμπο, σε Όμηρ. κ.λπ.· Οὐλυμπόθεν, από τον Όλυμπο, σε Πίνδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of several mountain ranges in Greece and the Near East, esp. at the borders of Thessaly and Macedonia, seat of Zeus and of the gods (Il.).
Other forms: metr. length. Οὔλ-. Ruijgh points to a variant Οὐλυμπ-, Myc. urup- (Études ́173).
Derivatives: Όλύμπιος Olympic (Il.), Όλυμπία f. region in Elis Pisatis with a famous temple of Zeus (Pi., IA.; cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 224).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. orig. appellative mountain, without doubt Pre-Greek. Report of the discussion in v. Windekens Le Pélasgique 66ff. (s. also Beitr. z. Namenforsch. 6, 117). Cf. noch Nilsson Gr. Rel. 1. 353 f. - As Pre-Greek had no phoneme o, the word must have had a different initial. Perh. Myc. urupija(jo) point to an orig. u-, which is one of the phonemes that could become o- (though the interpretation of the Myc. word is debated); so was the orig. word (*)Ulump(-)?
Middle Liddell
Ὄλυμπος, Ionic Οὔλυμπος, ὁ,
I. Olympus, a mountain on the Macedonian frontier of Thessaly.—Hom. makes it the seat of the gods, but distinguished from heaven (οὐρανόσ).
II. the name was common to several other mountains, each apparently the highest in its own district, in Mysia, Hdt.; in Laconia, Polyb., etc.
Frisk Etymology German
Ὄλυμπος: {Ólumpos}
Forms: metr. ged. Οὔλ-,
Grammar: m.
Meaning: N. mehrerer Gebirge in Griechenland und Kleinasien, bes. an der Grenze von Thessalien und Makedonien, der Sitz des Zeus nnd der Götter (seit I1.).
Derivative: Davon u.a. Ὀλύμπιος olympisch (seit Il.), Ὀλυμπία f. Bezirk in Elis Pisatis mit einem berühmten Zeustempel (Pi., ion. att.; vgl. v. Wilamowitz Glaube 1, 224).
Etymology : Wohl urspr. Appellativum ‘Berg, Fels od. ä.’, ohne Zweifel vorgr. Re- ferat der Diskussion bei v. Windekens Le Pélasgique 66ff. (s.. auch Beitr. z. Namenforsch. 6, 117) mit einer verwegenen "pelasgischen" Etymologie. Vgl. noch Nilsson Gr. Rel. 1. 353 f.
Page 2,383
Translations
Arabic: أُولِيمْبُوس; Armenian: Օլիմպոս; Belarusian: Алі́мп; Bulgarian: Олимп; Catalan: Olimp; Chinese Mandarin: 奧林匹斯山, 奥林匹斯山; Czech: Olymp; Finnish: Olympos; French: Olympe; Georgian: ოლიმპო; German: Olymp; Greek: Όλυμπος; Ancient Greek: Ὄλυμπος; Hebrew: אולימפוס; Hindi: ओलिंप; Inuktitut: ᐅᓕᒻᐳᔅ; Irish: Oilimpeas; Italian: Olimpo; Japanese: オリンポス山; Korean: 올림포스 산; Macedonian: олимп; Maori: Orimapa; Persian: المپ; Polish: Olimp; Portuguese: Olimpo; Russian: Олимп; Spanish: Olimpo; Tagalog: Olimpo; Ukrainian: Олі́мп; Vietnamese: núi Olympus