προεξαποστέλλω
English (LSJ)
A send out before, Plb.3.86.3, LXX 2 Ma.12.21.
German (Pape)
[Seite 720] vorher heraus- u. wegschicken, Pol. 3, 86, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεξαποστέλλω: ἐξαποστέλλω πρότερον, Πολύβ. 3. 86, 3, κτλ.
A send out before, Plb.3.86.3, LXX 2 Ma.12.21.
[Seite 720] vorher heraus- u. wegschicken, Pol. 3, 86, 3 u. a. Sp.
προεξαποστέλλω: ἐξαποστέλλω πρότερον, Πολύβ. 3. 86, 3, κτλ.