ἐξαποστέλλω
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
A fut. -στελῶ LXX 4 Ki.8.12: pf. ἐξαπέσταλκα Attal. (v. infr.):—dispatch, πρεσβευτάς Plb.3.11.1; στρατηγόν D.S.19.102; θεωρούς SIG629.8 (Delph., ii B. C.); βιβλίον τινί Attal. ap. Hipparch.1.3.3:—Pass., to be dispatched, Philipp. ap. D.18.77, OGI90.20 (Rosetta, ii B. C.); ὑπό τινων Vit.Philonid.p.7C.; ἐξαπεσταλμένοι μάχεσθαι Aristeas 13; also ἡμῶν ὁ λόγος -εστάλη Act.Ap.13.26.
2 send forth, [δαίμων] -στέλλων ὕδατα καὶ ἀνέμους Sammelb.4324.16.
3 of prisoners, send before a tribunal, ἐ. τινὰ δέσμιον πρός τινας PTeb.22.18 (ii B. C.), etc.: —Pass., PTaur.1iii13 (ii B. C.).
II send away, dismiss, e.g. a prisoner, Plb.4.84.3; ἐ. τινὰ κενόν send away empty-handed, Ev.Luc. 1.53; divorce a wife, LXX De.24.4; expel, ἐκ τοῦ παραδείσον ib.Ge. 3.23.
III discharge a projectile, Hero Bel.81.4 (Pass.).
IV destroy, ὀχυρώματα ἐν πυρί LXX 4 Ki.8.12.
V emit, display, φαντασίαν Procl.Hyp.5.72.
Spanish (DGE)
I 1c. ac. de pers. enviar fuera del propio lugar, país, etc., despachar
a) emisarios, embajadores, comisionados c. alguna misión específica, frec. c. compl. de direcc. πρεσβευτὰς πρὸς Ἀντίοχον Plb.3.11.1, cf. LXX Agg.1.12, Act.Ap.7.12, ἐξαποστέλλει τοὺς πρέσβεις Agamenón a Aquiles, Plu.2.29d, ἐξαπέστειλεν ἐκεῖθεν σύζυγον μου envió desde allí (el Padre) a mi sícigo (o gemelo espiritual) Manes.41.8, Κύριε, ... ἐξαπόστειλον τὸν ἄγγελόν σου Hsch.H.Hom.20.11.10, cf. Mart.Andr.Pr.12.15, en v. pas. οἱ ἐξαποσταλέντες πρεσβευταὶ ὑπὸ τᾶς πόλιος FD 4.428.2.1 (II a.C.);
b) enviar artistas a competiciones o profesionales en ayuda de otros pueblos, de forma gratuita εἰς τοὺς τῆς Ἀθηνᾶς ἀγῶνας τοὺς συνθύσοντας Plb.4.49.3, cf. PTor.Choachiti 12.2.34 (II a.C.), ἐπὶ τῷ ἐξαπεσταλκέναι ἄνδρα δυνατόν (ofrecer una corona de oro) por habernos enviado un hombre valioso ref. un juez IPerge 13.5 (I a.C.), en v. pas. πρεσβευτᾶν ἐξαποσταλέντων ὑπὸ τὰς πόλιος ποτὶ τὸ κοινὸν τῶν τεχνιτᾶν SIG 690.1 (Delfos II a.C.), cf. PTor.Choachiti 12.2.35 (II a.C.), ὑπὸ Λαοδικέων ἐξαπέσταλται Vit.Philonid.69, ὁ ἐξαποσταλεὶς δικαστὴς ὑπὸ τοῦ δήμου IAdramytteion 16.25 (II d.C.);
c) c. ac. y pred. enviar como, en calidad de Πασίφιλον στρατηγὸν ἐξαπέστειλε μετὰ δυνάμεως εἰς τὴν Μεσσήνην D.S.19.102, ἐξαπεσταλκὼς θεωροὺς Πέρσαν, Θεόλυτον, Κτήσιππον FD 3.240.9 (II a.C.), ἐξαπέστειλαν Μιλάτιοι δικα[στὰ] ν Ἀπολλωνίδαν IByzantion 2.10 (II a.C.), παρακάλεσον ... ἐξαποστεῖλαι συνοδοιπόρον ἄγγελον Gr.Thaum.Pan.Or.19.13, en v. pas. Θευγένην ... ἐξαποσταλέντα δικασταγωγόν SEG 48.1112.38 (Cos II a.C.);
d) en cont. bélico enviar tropas, refuerzos, etc. al combate, enviar en auxilio τοὺς εὐζώνους ἐξαποστέλλων enviando la infantería ligera Plb.1.40.6, τούτων δὲ (τῶν ἱππέων) τοὺς ἡμίσεις ἐξαποστέλλουσιν ἐπὶ τὰς πράξεις Plb.3.107.13, cf. 4.11.6, D.S.20.75, τάς τε χορηγίας καὶ τὰς βοηθείας ... ἐξαποστελλόντων Plb.1.70.9, cf. D.S.12.56, τὰ λῃστήρια ... εἰς τὴν τῶν συμμάχων ... γῆν D.H.9.60, c. dat. ὑπὸ πολλῶν κλοπῶν διεφθαρμένοις τοῖς ὑποτελέσιν ... μὴ συνεχὲς ἐξαποστέλλειν τοὺς ἡγησαμένους I.AI 18.176, en v. pas. ἐξαπεστάλη ταῦτα τὰ πλοῖα Philipp.Maced.3, ὅπως ἐξαποσταλῶσιν δυνάμεις ἱππικαί τε καὶ πεζικαὶ ... ἐπὶ τοὺς ἐπελθόντας OGI 90.20 (Roseta II a.C.);
e) de delincuentes enviar bajo arresto a presencia de la autoridad, llevar ante c. prep. y ac. ἀξιῶ ἀσφαλισάμενον τοὺς προγεγραμμένους ἐξαποστεῖλαι ἐπὶ τὸν στρατηγόν PLips.126.14 (II/I a.C.), δέσμ[ιο] ν αὐτὸν ἐξαπόστειλον πρὸς ἡμᾶς PTeb.22.18 (II a.C.), cf. PPolit.Iud.8.34 (II a.C.), en v. pas. PTor.Choachiti 12.3.13 (II a.C.).
2 c. ac. de documentos y dat. de pers. remitir, mandar por un propio τό τε τοῦ Ἀράτου βιβλίον ἐξαπεστάλκαμέν σοι Attal.in Arat.1, τῷ πολίτῃ ὑμῶν ... ἐξαπεστάλκαμεν τὰ ἀντίγραφα ILampsakos 7.7 (I a.C.), Ἀπολλωνίῳ. ἐξαποστεῖλαι para Apolonio, despáchese en el comienzo de una ἔντευξις PMonac.51.2 (II a.C.).
3 c. ac. de proyectiles enviar, lanzar μεῖζόν τι βέλος Hero Bel.75.4, en v. pas. συνέβαινε μεῖζον βέλος ἐξαποτέλλεσθαι de una máquina de guerra, Hero Bel.81.3, λίθος Hero Bel.113.6, οἰστός Hero Bel.114.5
•tb. de fenóm. naturales y suj. la divinidad θεὸς ... ἐξαποστέλλων ὕδατα καὶ ἄνεμους PMag.15.16, fig. de la figura de Hera modelada por Zeus τὸν μὲν Δία εἵδωλον ποιήσαντα Ἥρας νεφέλην ἐξαποστεῖλαι D.S.4.69.
4 en óptica emitir, proyectar αὐτὴ (ἡ ὅρασις) ἐξαπέστελλέ τι ἀφ' ἑαυτῆς el mismo (el órgano de la vista) emitía algún agente desde su interior Theo Al.Opt.Rec.150.23, ἕκαστος δὲ τῶν πέντε πλανήτων τοιαύτην ἐξαποστέλλει φαντασίαν Procl.Hyp.5.72.
5 c. inf. final enviar para, de donde mandar, ordenar ἐξαπέστειλα ἐξᾶραι τοῦς κατοικοῦντας Ιουδα mandé exterminar a los habitantes de Judá LXX 1Ma.6.12
•en uso pregnante enviar para destruir, mandar destruir τὰ ὀχυρώματα αὐτῶν ἐξαποστελεῖς ἐν πυρί LXX 4Re.8.12.
II en sent. neg.
1 c. ac. de pers. expulsar, despedir c. giro prep. de origen ἐξαπέστειλεν αὐτὸν ... ὁ θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου LXX Ge.3.23, cf. Abd.7, op. ἐκβάλλειν Ph.1.138, c. ac. y pred. πλουτοῦντας ἐξαπέστειλεν κενούς despidió a los ricos con las manos vacías, Eu.Luc.1.53.
2 c. ac. de cosa eliminar, quitar c. ac. y gen. χαλινὸν τοῦ προσώπου μου ἐξαπέστειλαν quitaron el freno de mi rostro LXX Ib.30.11.
III en sent. ‘hacia atrás’
1 enviar de vuelta, reenviar, reexpedir τὸν Ἴβηρα ... οὕτως εἰς τὴν οἰκείαν ἐξαπέστειλε Plb.10.35.2, frec. c. compl. modales τὸν Ἀμφίδαμον χωρὶς λύτρων Plb.4.84.3, στρατηγὸν ... μετὰ παραπομπῆς εἰς τὴν Ῥώμην Plb.3.88.8
•en cont. milit. licenciar ἐξαπέστελλον ... τοὺς ἀκμάζοντας εἰς τὴν πατρίδα τεκνοποιίας χάριν Plb.12.6b.5.
2 c. suj. ‘hombre’ y ac. ‘mujer’ repudiar el marido a la esposa οὐ δυνήσεται ἐξαποστεῖλαι αὐτήν LXX De.22.19, ἐξαποστελεῖ αὐτὴν ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ LXX De.24.1, cf. 4, Is.50.1, Ie.3.1, 8, Ma.2.16.
German (Pape)
[Seite 871] heraus- u. wegschicken; Pol. 3, 11, 1; D. Sic. 19, 102 u. öfter, u. a. Sp. – Pass., ἐξαπεστάλη τὰ πλοῖα Dem. 18, 77 (epist. Phil.).
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξαπέστειλα, ao.2 Pass. ἐξαπεστάλην;
1 envoyer, faire partir;
2 renvoyer, congédier.
Étymologie: ἐξ, ἀποστέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποστέλλω: (aor. ἐξαπέστειλα, aor. 2 pass. ἐξαπεστάλην)
1 высылать, посылать, отправлять (πρεσβευτὰς πρός τινα Polyb. и τοὺς πρέσβεις Plut.; τὰ πλοῖα ἐξαπεστάλη εἰς Λῆμνον Dem.);
2 отпускать, освобождать (αἰχμάλωτον χωρὶς λύτρων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποστέλλω: ἀποστέλλω μακράν, Πολύβ. 3. 11, 1, Διόδ. 19. 102· ἐκπέμπω, ἐκδιώκω, ἐκ τοῦ παραδείσου Ἑβδ. (Γέν Γ΄, 23 κ. ἀλλ.): - Παθ., ἐξαποστέλλομαι, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251, 5. ΙΙ. ἀπολύω αἰχμάλωτον καὶ ἀποστέλλω αὐτὸν πρός τινα σκοπόν, ὁ δὲ Φίλιππος πεισθεὶς ἐξαπέστειλε τὸν Ἀμφίδαμον χωρὶς λύτρων Πολύβ. 4. 84, 3· ἀπολύω, ἀποπέμπω, χωρίζω τὴν γυναῖκά μου, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 4).
English (Strong)
from ἐκ and ἀποστέλλω; to send away forth, i.e. (on a mission) to despatch, or (peremptorily) to dismiss: send (away, forth, out).
English (Thayer)
future ἐξαποστελῶ; 1st aorist ἐξαπέστειλα; (2nd aorist passive ἐξαπεσταλην); the Sept. very often for שָׁלַח; properly, to send away from oneself (ἀπό) out of the place or out of doors (ἐκ (which see VI:2));
1. to send forth: τινα, with commissions, L T Tr WH omit the infinitive); εἰς ἔθνη, unto the Gentiles, WH marginal reading ἀποστέλλω); used also of powers, influences things (see ἀποστέλλω, 1a.): τήν ἐπαγγελίαν, the promised blessing, T Tr WH; τό πνεῦμα εἰς τάς καρδίας, to send forth i. e. impart the Spirit to our hearts, τό ... κήρυγμα τῆς αἰωνίου σωτηρίας, Mark 16 WH in (rejected) 'Shorter Conclusion'); ὑμῖν ὁ λόγος ... ἐξαπεστάλη, the message was sent forth, i. e. commanded to be announced, to you, L T Tr WH.
2. to send away: τινα εἰς etc. τινα κενόν, Polybius, Diodorus.)
Greek Monolingual
και ξαποστέλνω (AM ἐξαποστέλλω και ξαποστέλνω)
στέλνω έξω, μακριά («ἐξαπέστειλαν πρεσβευτὰς πρὸς Ἀντίοχον», Πολ.)
νεοελλ.
ειρων. ξεπροβοδώνω κάποιο, τον αποπέμπω βιαίως, τον διώχνω, τον ξεφορτώνομαι
μσν.
στέλνω πίσω
αρχ.
1. αφήνω έναν αιχμάλωτο ελεύθερο, απολύω, δίνω ελευθερία, αφήνω να φύγει («ἐξαπέστειλε τὸν Ἀμφίδαμον χωρίς λύτρων», Πολ.)
2. διώχνω, χωρίζω τη γυναίκα μου
3. οδηγώ στο δικαστήριο
4. ρίχνω βλήμα.
Greek Monotonic
ἐξαποστέλλω: μέλ. -στελῶ, αποστέλλω μακριά — Παθ., ξαποστέλνομαι, σε Φίλλ. παρά Δημ.
Middle Liddell
fut. -στελῶ
to send quite away:—Pass. to be dispatched, Philipp. ap. Dem.
Chinese
原文音譯:™xapostšllw 誒克士-阿坡-士帖羅
詞類次數:動詞(11)
原文字根:出去-從-安放 相當於: (שָׁלַח)
字義溯源:差遣出去,差遣,差,打發去,打發出去,打發回去,回去,打發;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)=打發)組成;而 (ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέλλω)*=指使)組成
出現次數:總共(11);路(3);徒(6);加(2)
譯字彙編:
1) 打發他⋯回去(2) 路20:10; 路20:11;
2) 打發⋯去(2) 徒7:12; 徒9:30;
3) 他們打發⋯出去(1) 徒11:22;
4) 就差了(1) 加4:6;
5) 就差遣(1) 加4:4;
6) 差遣(1) 徒12:11;
7) 打發(1) 徒17:14;
8) 要差(1) 徒22:21;
9) 回去(1) 路1:53