νεκριμαῖος
English (LSJ)
α, ον,
A = θνησιμαῖος, of animals, Aq.De.14.8, Sch.Ar.Av.538, OGI629.158 (Palmyra, ii A.D.), Erot. and Hsch. s.v. κενέβρεια; also of a human being, τὸ ν. LXX 3 Ki.13.25.
German (Pape)
[Seite 237] von todten Thieren, verreckt, Sp., wie Ael. H. A. 6, 2, vgl. Moeris.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρῐμαῖος: -α, -ον, ὡς τὸ θνησιμαῖος, ἐπὶ ζῴων, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΔ΄, 8), Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Ὄρν. 538, Ἡσύχ. ἐν λ. κενέβρεια.