μεταβιβάζω

Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Att. fut. -βιβῶ, causal of μεταβαίνω,

   A carry over, transfer, τοὺς ἐπιβάτας ἐς κοίλην ναῦν X.HG1.6.19; τὴν γλῶσσαν τῶν ταρσῶν, i. e. from ankle to ankle, Procop.Arc.4; τινὰ ἐπὶ θάτερα Pl.Lg. 795c; εἰς ἀγαθά Ar.Pax947 (lyr.); τὸ ἀπὸ τῶν κοινῶν ἔθος ἐπὶ τὰ ἴδια D.10.44; μ. πόλεμον ἐπὶ τὴν Λιβύην Plb.1.41.4; τὸν λόγον ἐπί τι D.S. 4.7; [τὰς ψυχὰς] εἰς ἕτερον ἐξ ἑτέρου ζῷον Diog.Oen.35.    2 lead in a different direction, τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg.517b: abs., σμικρὸν μ. Id.Lg.736d; change the course or form of an argument, Arist.Top.101a33, cf. 161a33.    3 translate, D.H.4.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 144] hinüberführen, weg- u. anderswohin bringen, νῦν γὰρ δαίμων εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει, Ar. Pax 912; Plat. Phaedr. 262 b; τὰς ἐπιθυμίας, verändern, Gorg. 517 b; Sp.; τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην, Pol. 1, 41, 4; τὴν διήγησιν εἰς τοὺς τόπους, 3, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μεταβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ μεταβαίνω, ὡς καὶ νῦν, μεταφέρω, τοὺς ἐπιβάτας ἐς κοίλην ναῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 19· τινὰ ἐπὶ θἄτερα Πλάτ. Νόμ. 795C· ἐς ἀγαθὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 947· ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐπὶ τὰ ἴδια Δήμ. 142. 24· μ. πόλεμον εἰς Λιβύην Πολύβ. 1. 41, 4· τὸν λόγον ἐπί τι Διόδ. 4. 7. 2) ὁδηγῶ εἰς διάφορον διεύθυνσιν, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 517Β, πρβλ. Νόμ. 736D· μεταβάλλω τὴν σειρὰν ἢ τὸ σχῆμα λογικοῦ τινος ἐπιχειρήματος, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1, πρβλ. 8. 11, 3. 3) μεταφράζω ἐκ μιᾶς εἰς ἄλλην γλῶσσαν, εἴη δ’ ἂν ὁ Σερούϊος εἰς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον μεταβιβαζόμενος, Δούλιος Διονύσ. Ἁλ. τόμ. 2, σ. 635, ἔκδ. Reiske.