λιπερνής

Revision as of 11:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ῆτος,

   A poor, forlorn, outcast, ὦ λιπερνῆτες πολῖται Archil.50 (borrowed by Cratin. 198); context doubtful in BCH11.161 (Lagina); = pupillus, ὀρφανός, Gloss.:—also λῐπερν-ήτης, ου, ὁ, AP9.649 (Maced.), EM566.50, restored by Schäfer in Longus 2.22 for λιπεργάτης:—fem. λῐπερν-ῆτις, ιδος, Call. Fr.66e, Epic.Oxy.1794.17.

German (Pape)

[Seite 51] ές, auch λιπερνής, ῆτος (nach E. M. von λείπεσθαι ἐρνέων, wie Hesych. erkl. ὁ ἐξ ἀγροῦ εἰς πόλιν πεφευγώς, vielleicht von λείπω u. φέρνη statt λιποφερνής), ohne Haus u. Hof, ohne Obdach, wie ein Flüchtling verlassen u. unglücklich, λιπερνῆτες πολῖται, Archil. 63 u. Cratin. bei Schol. Ar. pax 602; D. Sic. 12, 40 las so auch Ar. a. a. O. für σοφώτατος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπερνής: -ές, γεν. -έος, καὶ -ῆτος· - ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, ἀπερριμμένος, ὦ λιπερνῆτες πολῖται Ἀρχίλ. 50 (45), ὅθεν παρέλαβεν αὐτὸ ὁ Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 11, ἔνθα ἴδε Meineke· - οὕτω καὶ λιπερνήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, -ιδος, Ἀνθ. Π. 9. 649, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 1010, Ἐτυμολ. Μέγ. 566. 50, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Schäfer παρὰ τῷ Λόγγῳ 2. 22 ἀντὶ λιπεργάτης· - Καθ’ Ἡσύχ.: «λιπέρνης (οὕτω παροξυτόνως)· ὁ ἐκ πλουσίου πένης ἢ ἐξ ἀγροῦ εἰς πόλιν πεφευγώς. ἢ ὁ λιπόπολις».