λιπόπολις

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

German (Pape)

[Seite 52] in VLL. Erkl. von λιπερνής.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόπολις: ὁ, ἡ, ὁ λιπὼν τὴν πόλιν, Ἡσύχ. ἐν λ. λιπερνής.

Greek Monolingual

λιπόπολις, -ιος, ο, η (Α)
βλ. λιπόπολις.