ἀμφίδρομος

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A running both ways, οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι ἀ. ὄντες subject to a constant ebb and flow, Plb.34.2.5; πορθμός with harbour on both sides, Pl.Com.24D.    2 encompassing, enclosing, S.Aj.352; ἄρκυς ἱστάναι ἀ. X.Cyn.6.5 (dub.).    II pr. n. Ἀμφίδρομος, divinity connected with ἀμφιδρόμια, A.Fr.222.

German (Pape)

[Seite 138] 1) zu umlaufen. τεῖχος, Sp. – 2) herumlaufend, umschließend, κῦμα Soph. Ai. 346; nach Anderen die sich im Kreise drehenden strudelnden Wellen; Strabo ἀμφίδρομοι τόποι, Stellen mit Strudeln; Pol. 34, 2; ἄστρων ἕλικες Ptolem. 2 (IX, 577).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίδρομος: -ον, ὁ τρέχων πρὸς μέρος τι καὶ ἔπειτα πάλιν ἐπιστρέφων, ὡς τὰ ὕδατα ἐν τῇ παλιρροίᾳ, οἱ κατὰ τὸν πορθμὸν τόποι ἀμφ. ὄντες = ὑποκείμενοι εἰς συνεχῆ πλημμυρίδα καὶ ἄμπωτιν, Πολύβ. 34. 2, 5, πρβλ. Στράβ. 23. 2) ὁ περιβάλλων, ὁ περικλείων, Σοφ. Αἴ. 352· ἄκρυς ἱστάναι ἀμφ. Ξεν. Κυν. 6. 5.