όν, = foreg.,
A bedimmed, dark, βίος A.Eu.955; ἀχλύς Critias 6, cf. Pl.Com.23D.
ἀμβλωπός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπισκοτισθείς, σκοτεινός, βίος Αἰσχύλ. Εὐμ. 955· ἀχλὺς Κριτίας 2. 11.