[ᾰ], Adv.
A going against, opposite, ἀ. ὠθεῖν Plu.2.381a.
[Seite 250] rückwärtsgehend, Plut. Is. et Os. 74.
ἀντιβάδην: [ᾰ], ἐπίρρ., διὰ βαδίσματος ἐναντίον τινὸς πράγματος ἐξ ἀντιθέτου, ἀντιβάδην ὠθεῖν Πλούτ. 2. 381Α.