σφαιρηδόν
English (LSJ)
Adv.
A like a sphere, globe, or ball, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.13.204, cf. AP6.45, Arat.531, Herod.Med. ap.Orib.8.7.3, Vett.Val.270.24.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρηδόν: Ἐπίρρ., δίκην σφαίρας, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Ἰλ. Ν. 204, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 45, κτλ.